Ep. aor. imper. Med. of λέχομαι.
λέξο: ὡς τὸ λέξεο, Ἐπικ. προστ. μέσ. ἀόρ. συγκεκομ. τοῦ λέγω Α.
ou λέξεο;2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. épq. de λέγω¹, coucher.
see λέγω.
λέξο: Επικ. προστ. Παθ. αορ. αʹ του λέγω Α.