ἄστηλος

Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A without tombstone, AP7.479 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 376] (στήλη), ohne Säule, bes. ohne Grabstein, Anth., z. B. Theorids. 18 (VII, 479).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cippe funéraire.
Étymologie: ἀ, στήλη.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene estela funeraria, ἄστηλος περ ἐοῦσα AP 7.479 (Theodorid.).

Greek Monolingual

ἄστηλος, -ον (Α)
χωρίς επιτύμβια στήλη.

Greek Monotonic

ἄστηλος: -ον (στήλη), αυτός που δεν έχει επιτύμβια στήλη, σε Ανθ.