κραιπνοφόρος

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.

Greek Monolingual

κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.