διαπτυχή

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A fold, folding leaf, δέλτου διαπτυχαί, γραμμάτων δ., E.IT727,793.

German (Pape)

[Seite 599] ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, Eur. I. A. 727. 793, von zusammengefalteten Briefen.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pli.
Étymologie: διά, πτυχή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
hoja plegada δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί E.IT 727, γραμμάτων διαπτυχαί E.IT 793.

Greek Monotonic

διαπτυχή: [ῠ], ἡ, πτύχωση, δίπλωση, «δίπλα», σε Ευρ.