δίπλωση
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
η (AM δίπλωσις) διπλώ
στον πληθ. διπλώσεις
πτυχές υφάσματος
νεοελλ.
το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα
μσν.
γραμμ. η επανάληψη φθόγγου
αρχ.
1. διπλασίαση
2. σύνθεση λέξεων
3. γυμναστική άσκηση, κάμψη του άνω κορμού με παραμονή της λεκάνης και τών ποδιών στην όρθια θέση
4. ονομασία μικρών εντόμων της οικογένειας τών κηκιδομυιών.