ἐκδοτέον

Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A one must give up, τοὺς αἰτίους Plb.3.21.7 ; Καίσαρα τοῖς βαρβάροις Plu.Caes.22, cf. Ph.2.314.    2 one must give in marriage, Ar.Av.1635, Pl.Ep. 361d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδοτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις να παραδώσῃ, Πλουτ. Καῖσ. 22. 2) πρέπει τις να δώσῃ εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1635, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.

Spanish (DGE)

1 hay que entregar al acusado en un litigio ἐ. τοῖς ἐγκαλοῦσιν D.23.79, τοὺς αἰτίους ἐ. εἶναι σφίσι que había que entregarles a los culpables Plb.3.21.7, ἐ. ἐστι τὸν Καίσαρα τοῖς βαρβάροις Plu.Caes.22, ἐ. ἐπ' ἀναιρέσει ref. a ladrones, Ph.2.314.
2 hay que entregar en matrimonio en la ceremonia del matrimonio en que se constituye la dote τὴν κόρην γυναῖκ' ἐμοὶ ἐ. ἐστίν Ar.Au.1634, ταύτας (θυγατέρας) ἐ. ἐμοί ἐστιν Pl.Ep.361d.
3 de textos hay que interpretar Didym.in Ps.cat.15.8-9ab.

Greek Monotonic

ἐκδοτέον: ρημ. επίθ. του ἐκδίδωμι·
1. αυτό που πρέπει να παραδοθεί, σε Πλούτ.
2. αυτό που πρέπει να δοθεί σε γάμο, σε Αριστοφ.