ἐκδίδωμι
English (LSJ)
3sg.
A ἐκδιδοῖ Hdt.1.80,al.:—give up, esp. something seized and detained unlawfully, Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ Il.3.459, cf. Hdt.1.3: generally, surrender, especially of giving up refugees, ib.74,158 sq.; τινὰ τοῖς ἐχθροῖς S.Ph.1386, cf. OT1040, etc.; ἐκδίδωμι τινὰ τοῖς κατηγόροις D.21.30, cf. 29.38; ἐκδίδωμι δοῦλον give up a slave to be examined by torture, Antipho 6.27, D.29.14; αὐτὸν ἐξέδωκεν μαστιγῶσαι Εὐριπίδῃ Arist.Pol.1311b32; αὑτὸν ἐς τιμωρίαν τοῖς δικασταῖς Polyaen.6.7.1; surrender a city, Ἀμφίπολιν D.19.253, cf. 257:—Med., θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν give up one's heart to jollity, Pi.P.4.295.
2 give out of one's house,
a ἐκδίδωμι θυγατέρα give one's daughter in marriage, τινί Hdt.1.196, E.IA132 (anap.), cf. Thphr. Char.22.4; θυγατέρας παρὰ σφῶν αὐτῶν ἐκδόντες having provided for their marriage at their own expense, D.27.69; Ἄλκηστιν ἐκδίδωμι πρὸς γάμον D.S.4.53; freq. also without any acc., give in marriage, ἐκδίδωμι εἰς οὒς ἂν ἐθέλωσι Pl.R.613d, cf. 362b, Th.8.21, etc.: metaph., of the elements, συνοικίζει τε αὐτὰ καὶ ἐκδίδωσι Pl. Sph.242d:—less freq. in Med., ἐκδίδοσθαι θυγατέρα Hdt.2.47, Thphr. Char.30.19; ἐξέδου κόρην ὅτῳ σε θυμὸς ἦγεν E.Med.309:—Pass., Arc. ἐσδοθένσᾳ ( = ἐκδοθείσῃ) given in marriage, SIG306.7 (Tegea, iv B.C.).
b give one's son for adoption, τοὺς μὲν (sc. υἱοὺς) εἰς ἑτέρας οἰκίας Plb.31.28.2, cf. POxy.1206.6 (iv A. D.); also ἐκδίδωμι τὸν παῖδα ἐπὶ τέχνην put him out as an apprentice, X.Eq.2.2, cf. BGU1021.6, etc.
3 farm out, let for hire, τὴν αὐλήν Hdt.1.68, cf. SIG1044.29 (Halic., iv/iii B. C.), etc.; ἐκδίδωμι ἀνδράποδα to let out slaves for work, X. Vect.4.15; πῶλον Id.Eq.2.2 (also in Med., ἐξέδοτο (ἀμπελῶνα) γεωργοῖς Ev.Marc.12.1): c. inf., χαλινὸν χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι Pl.Prm.127a; ἐκδοῦναι (θύλακον) τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι Thphr. Char.16.6; ὅταν ἐκδῷ θοἰμάτιον ἐκπλῦναι ib.22.8; ἐκδόντος μοι Δημοσθένους..στέφανον χρυσοῦν ὥστε κατασκευάσαι Test. ap. D.21.22; ὥσπερ ἀνδριάντ' ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν like one who has contracted for the execution of a statue, D.18.122.
4 give in charge to another, πολλοὺς ἐξέδωκα Προδίκῳ (with play on signf. 2) Pl.Tht.151b; ἐκδιδοὺς νεικέων so as to be out of the way of quarrels, E.Ba.293 (s.v.l.): c. inf., Δὶ τοῦτ'..ἐκδώσομεν πράσσειν Pi.O.13.106.
5 bring out, ἀλλ' ἐκδότω τις..δᾷδας Ar.Pl.1194; ἐκδότω δέ τις..δίφρω δύο Id.Fr.348.
6 lend out money on security, etc., Lexap.D.35.51; ναυτικὰ ἐκδεδομένα Lys.32.6.
b simply, pay out, Arist.Oec.1349b31, PSI3.204(ii A. D.).
7 put out, publish, of books, etc., chiefly in Pass., λόγος ὁ πρότερον ἐκδοθείς Isoc.5.11, cf.Plb.2.37.6, Str.1.2.2; τοῖς ἐκδεδομένοις λόγοις Arist. Po.1454b18:—in Act., Plu.Rom.8.
8 of a woman, bring to the birth, App.BC1.83.
9 of land, etc., return, yield, produce, μέταλλα.. μονολίθους ἐκδιδόντα πλάκας Str.5.2.5.
10 hand over, deliver a document, ἀποχήν BGU260.6 (i A. D.), etc.:—Med., PFlor.384.113 (V A. D.).
11 betray, Hsch.
II intr., of rivers, empty themselves, disembogue, ἐς θάλασσαν, ἐς τὴν Σύρτιν, ἐς τὸν Μαίανδρον, etc., Hdt.1.80, 2.150, 7.26, etc.
2 τῶν ἄλλων (ζῴων) τὰ μὲν εἰς ὀδόντας ἐκδίδωσι..τὰ δὲ εἰς κέρατα.. run to teeth, etc., Arist.Pr.898a22; find an outlet, εἰς κεφαλήν ib.29.
3 emerge, τὴν Ἀφροδίτην ἐκδοῦναι τῆς θαλάσσης Philostr.Im.2.1 (leg. -δῦναι).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσδίδωμι SIG 306.7 (Tegea IV a.C.)
• Grafía: inscr. y pap. graf. ἐγδ-
• Morfología: [pres. ind. 3a sg. ἐκδιδοῖ Hdt.1.80, 2.150; aor. pas. part. fem. dat. sg. ἐσδοθένσᾳ SIG l.c.]
A Ic. suj. y compl. de pers.
1 devolver como acción legal o debida Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ Il.3.459.
2 entregar c. ac. y dat. de pers. τοὺς Σκύθας ... Κυαξάρῃ Hdt.1.74, cf. 158, τοῖς ἐχθροῖσί μ' ἐκδοῦναι S.Ph.1386, cf. OT 1040, E.Andr.256, τοῖς κατηγόροις τοῦτον D.21.30, αὐτὸν ἐξέδωκε μαστιγῶσαι Εὐριπίδῃ Arist.Pol.1311b32, αὑτὸν ἐς τιμωρίαν τοῖς δικασταῖς Polyaen.6.7.1, cf. Plb.3.8.8
•tb. en v. med. c. ac. de pers. y εἰς c. ac. ὅτι εἰς γῆν νότου ἐκδέδοσαί με ya que me has entregado a un país del sur LXX Id.1.14
•jur., de esclavos o criados entregar al tribunal para ser interrogado, sólo c. ac. de pers. τοὺς θεράποντας Antipho 6.27, τὸν δοῦλον D.29.14, τοὺς οἰκέτας D.29.38
•entregar hijos en adopción τοὺς μὲν (υἱοὺς) εἰς ἑτέρας οἰκίας Plb.31.28.2, σοὶ ... τὸν ἐξ [ἡμ] ῶν υἱὸν ... εἰς υεἱοθεσίαν (sic), POxy.1206.6, cf. 14 (IV d.C.)
•entregar como aprendiz o discípulo ὥσπερ τὸν παῖδα ὅταν ἐπὶ τέχνην ἐκδῷ X.Eq.2.2, πολλοὺς ... ἐξέδωκα Προδίκῳ Pl.Tht.151b, tb. en v. med. ἐγδεδόσθαι τῷ Θέωνι ... δοῦλον πρὸς μάθησιν BGU 1021.6 (III d.C.)
•entregar para la doma τὸν πῶλον X.Eq.2.2.
3 entregar en matrimonio hijas, hermanas, mujeres de la familia, c. ac. y dat. de pers. τὴν ἑωυτοῦ θυγατέρα ὅτεῳ βούλοιτο ἕκαστος Hdt.1.196, cf. E.IA 132, D.S.4.53, Ach.Tat.5.11.1, Hld.7.26.4
•en v. med. mismo sent. σφι ἐκδίδοσθαι οὐδεὶς θυγατέρα ἐθέλει Hdt.2.47, κόρην ὅτῳ ... E.Med.309, γυναῖκά τινι τῶν φίλων Plb.12.6b.8, ἐξέδοτο ἑαυτὴν ... Ἀνταίῳ [εἶναι] γυναῖκα γαμετήν PGiss.2.1.8 (II a.C.), cf. PYadin 18.32 (II d.C.)
•sólo c. ac. μητέρα αὐτῶν ἐκδίδωσιν Lys.32.8, cf. 16.10, Thphr.Char.22.4, 30.19, Plu.2.1062f, Longus 3.25.2
•en v. pas. πολλῶν δὲ θυγατέρας μελλούσας ἐκδίδοσθαι ἐκώλυσαν Lys.12.21, θηλείας τε ἐκδόσθαι κατὰ νόμον Pl.Lg.740c, εἰ δέ τινι ἐσδοθένσᾳ si a una que ha sido entregada en matrimonio, SIG l.c., cf. JRCil.2.190.9 (imper.), irón. de un hombre ἐκδίδομαι ὁ δυστυχὴς τοῖς ἐκείνης χρήμασιν yo, desgraciado, soy entregado al dinero de aquélla Ach.Tat.1.7.5
•abs. ἐκδίδονταί τε οἱ συβῶται ... ἐξ ἀλλήλων Hdt.2.47, οὔτε ἐκδοῦναι οὐδ' ἀγαγέσθαι Th.8.21, cf. Pl.R.362b, 613d, Lg.742c
•fig. unir en matrimonio, casar ref. a los elementos ἕτερος ... αὐτὰ (ὑγρὸν καὶ ξηρὸν ἢ θερμὸν καὶ ψυχρόν) καὶ ἐκδίδωσι Pl.Sph.242d.
4 de hijas ajenas dotar, constituir la dote de c. ac. φίλων ἀνδρῶν ἀπορούντων θυγατέρας ἐκδοῦναι dotar a las hijas de los amigos indigentes D.27.69, cf. Luc.Tox.23, τὰς πενιχρὰς παρθένους FXanthos 7.67.30 (II d.C.).
5 c. ac. del pron. refl. entregarse c. dat. de cosa o abstr. ταῖς ἐπιβουλαῖς ἑαυτὸν ἐκδιδόναι I.BI 1.255, ἡδοναῖς σφᾶς αὐτούς Clem.Al.Strom.7.16.94, τῇ διακονίᾳ ἑαυτόν Mac.Aeg.M.34.860B, tb. en v. med. σφᾶς αὐτοὺς ... ἐκδίδοσθαι ἡδοναῖς Clem.Al.Paed.2.10.95
•c. εἰς c. ac. τοῖς ... σφᾶς αὐτοὺς ἐκδεδωκόσιν εἰς ὄλεθρον Thdt.Qu.in Ge.47
•c. dat. de concr. τοῖς ... μοναστηρίοις ἑαυτὸν ἐκδίδωσι se encierra en los monasterios Phot.Bibl.79b7
•fig., c. ac. de abstr. θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν entregar el corazón a la juventud e.e. entregarse a la alegría de la juventud Pi.P.4.295, ἀσελγείαις ἐκδοῦναι τὸν βίον Iust.Nou.5.8.
6 traicionar ὁ υἱὸς τὴν μητέρα ἐκδιδόναι μέλλων Arist.Po.1454a8, en v. pas. ὀλούμεθ', ὦ τέκν', ἐκδοθησόμεσθα δή E.Heracl.442
•fig. ἃ ... πολλοὺς τῶν συμμάχων ἐκδέδωκε Isoc.4.176.
7 dar a luz ἔχιν ἀντὶ βρέφους App.BC 1.83.
8 de partes del cuerpo entregar, exponer en v. pas. νῶτον πληγαῖς ἐκδιδόμενον la espalda expuesta a los latigazos Gr.Nyss.Perf.196.22.
II c. suj. de pers. y compl. de cosas
1 de ciudad entregar sent. peyor. rendir Ἀμφίπολιν D.19.253, cf. 257.
2 traer ἐκδότω τις δεῦρο δᾷδας Ar.Pl.1194, δίφρω δύο Ar.Fr.362, ἐκδότω στεφάνους τις ἡμῖν Men.Dysc.963, en v. pas. ἐκ Κεστρείου τῶν λίθων ... ἐγδοθέντων IG 11(2).165.47 (Delos III a.C.).
3 c. inf. de verb. de actividad y dat. confiar Δὶ τοῦτ' ... ἐκδώσομεν πράσσειν confiaremos a Zeus esto para que lo cumpla Pi.O.13.106
•encargar χαλινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι Pl.Prm.127a, τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι Thphr.Char.16.6, θοἰμάτιον ἐκπλῦναι Thphr.Char.22.8, ἐκδόντος δέ μοι Δημοσθένους ... στέφανον χρυσοῦν ὥστε παρασκευάσαι Test. en D.21.22, c. ac. de cosa ὥσπερ ἀνδριάντ' ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν como el que ha encargado una estatua según contrato D.18.122
•conceder ἔκδοτε οὖν μοι ὀλίγας ἡμέρας Pall.H.Laus.65.3.
III rel. textos
1 publicar frec. en v. pas. ὁ (λόγος) πρότερον ἐκδοθείς Isoc.5.11, ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις λόγοις Arist.Po.1454b18, cf. Alexander 1, Archim.Con.Sph.27 (p.230), τὰ ἐγδεδομένα προστάγματα PTeb.61(b).224 (II a.C.), τὴν ἱστορίαν Plb.2.37.6, τὸ σύνταγμα D.H.Amm.1.1.2, ἡ περὶ τῶν ἀγαθῶν ἐκδοθεῖσα ὑπ' αὐτοῦ πραγματεία Str.1.2.2, τὸ βιβλίον AP 9.572 (Lucill.), ἐκδοῦναι Ῥώμης κτίσιν publicar una «Fundación de Roma» Plu.Rom.8
•anunciar, hacer público μεθόδῳ δ' ἑτέρᾳ ἣν οὐκ ἐξέδοτο Vett.Val.336.28, τὸ εὐαγγέλιον Iren.Lugd.Haer.3.1.1, τὰ ἐν παραβολαῖς εἰρημένα Clem.Al.Strom.1.12.56, διὰ προφητῶν ... ἀνθρώποις ἐξεδίδου θεσπίσματα Eus.E.Th.1.13, cf. 2.17, Pamph.Mon.Solut.17.3
•entregar un documento τὴν ἀποχήν BGU 260.6 (I d.C.), τὰ σύμβολα PFay.34.5 (II d.C.).
2 en v. med. registrar, entregar una copia de un documento en un archivo público (cf. ἔκδοσις IV 5) αὐτὸ ἐξεδόμην διὰ τῶν δημοσίων γραμμάτων SIG 1232 (Pisidia I d.C.), τὸ χειρόγραφον τοῦτο δισ[σὸ] ν ἐξεδόμεθα PMich.603.27 (II d.C.), cf. PFlor.96.11 (IV d.C.), 384.113 (V d.C.).
3 traducir, interpretar ὁ Σύμμαχος ἀντὶ τοῦ «ἠφανισμένοι» ἐξέδωκεν «ἔρημοι» Origenes Fr.35 in Lam., τὸ «ἐκτήσατο» πάντες συμφώνως ἐκδεδώκασιν οἱ ἑρμηνευταί Eus.E.Th.3.2, cf. Gr.Nyss.M.44.69D.
IV jur., econ.
1 alquilar, arrendar, dar en arriendo fincas rústicas τὴν αὐλήν Hdt.1.68, cf. SIG 1044.29 (Halicarnaso IV/III a.C.), τὸ χωρίον ἐκδωσοῦντι δωτίνας Sokolowski 3.59.18 (Calauria III a.C.), en v. pas. ἐπὶ τοῖσδε ἐκδέδοται [ὁ κῆπος ὁ] Ἡρακλέος IG 12(8).265.2 (Tasos IV a.C.), tb. en v. med. ἐξέδετο αὐτὸν (ἀμπελῶνα) γεωργοῖς Eu.Marc.12.1
•alquilar, ceder en alquiler personas para trabajar, en v. pas. ἀνδράποδα X.Vect.4.15.
2 prestar ἀργύριον ... εἰς ναῦν Ley en D.35.51, ναυτικὰ ἐκδεδομένα préstamos marítimos en los que el barco se pone como garantía, Lys.32.6, cf. LXX 4Re.12.12, διὰ τραπέζης PSI 204.16 (II d.C.), cf. SB 7634.11 (III d.C.)
•c. part. dar, adscribir ἐξέδωκε τὴν δραχμὴν δύο δυναμένην δραχμάς dió a una dracma el valor de dos dracmas Arist.Oec.1349b31.
3 subastar, sacar a subasta ὁ δὲ ἐγδο[τ] ὴρ ἐκδότω στάλαν λιθίναν IG 5(1).4.14 (III a.C.), τάδε ἔργα ID 290.144, 366A.1 (ambas III a.C.), en v. pas. ID 366A.15, 17 (III a.C.).
V c. suj. y compl. de cosa o abstr. producir μέταλλα ... ἐκδιδόντα πλάκας Str.5.2.5, πῦον ... εἰ παχύ, λευκόν, οὐ κάκοδμον ἐκδιδοῖ Aret.SD 2.4.7, cf. SA 2.8.7, ἡ γλῶσσα ... τὴν προφορὰν ἐκδίδωσι τεθλιμμένην Clem.Al.Paed.2.1.13
•fig. en v. pas. τὴν ἀπ' αὐτῶν ἐκδιδομένην φυσικὴν ἰδιότητα ref. al sol, al rayo, etc., Gr.Nyss.Eun.3.6.28.
B intr.
1 ref. a masas líquidas verter, desaguar c. compl. de lugar ἐς θάλασσαν Hdt.1.80, ἐς τὴν Σύρτιν ... ἐκδιδοῖ ἡ λίμνη αὕτη ὑπὸ γῆν Hdt.2.150, ἐς τὸν Μαίανδρον Hdt.7.26, ὑπὸ γῆν del mar Caspio, Arist.Mete.351a11, δι' ἑνὸς τοῦ γνησίου στόματος del Tíber, D.H.3.44, εἰς τὴν ἑσπέραν ref. al Tajo, Str.3.1.6, cf. Paus.2.5.3, 36.6.
2 fisiol. y medic. distribuirse humores, repartirse líquidos por el organismo, c. dat. αἱ δὲ (φλέβες) τῷ ἄλλῳ σώματι ἐκδιδόασι Hp.Morb.4.40, cf. Mul.1.61, ἕλκον γὰρ τὸ φυόμενον ἀπὸ τῆς γῆς τῷ καρπῷ ἐκδίδωσιν Hp.Nat.Puer.22, c. εἰς y ac. τοῦτο εἰς κεφαλὴν ἐκδίδωσιν ref. a la trasformación del alimento en pelo, Arist.Pr.898a29
•convertirse τὰ μὲν εἰς ὀδόντας ἐκδίδωσιν καθ' ὑπερβολὴν τῆς τροφῆς, τὰ δ' εἰς κέρατα unos se convierten en dientes por el exceso de alimento, otros en cuernos Arist.Pr.898a22.
German (Pape)
[Seite 757] (s. δίδωμι), 1) herausgeben, bes. etwas widerrechtlich Besessenes zurückgeben, Ἑλένην, die geraubte Helena, Il. 3, 459; ausliefern, überliefern, τινί, Aesch. Suppl. 336 u. öfter in diesem Stücke; τοῖς ἐχθροῖς Soph. Phil. 1372; Her. 1, 3. 74 u. öfter; Thuc. u. Folgde; im Gegensatz von ἐξαιτεῖν, verrathen, τοῖς βαρβάροις Isocr. 4, 122; Ἀμφίπολιν ἐξέδωκε καὶ ἀπέδοτο Dem. 19, 253; παῖδα, zur Folter hergeben, 29, 14; übertr. θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν, der Luft ergeben, Pind. P. 4, 295. – 2) aus dem Hause geben, θυγατέρα, die Tochter zur Frau geben, Her. 1, 196. 2, 146; vgl. Eur. Suppl. 133 u. A.; auch im med., Her. 2, 47; Eur. Med. 309; Plat. Legg. V, 740 c; Dem. 41, 26; Plut. Thes. 3; vollständig, Ἄλκηστιν ἐκδοῦναι πρὸς γάμον Ἀδμήτῳ, D. Sic. 4, 53. Auch ohne Zusatz, οὐτε ἐκδοῦναι οὔτε ἀγαγέσθαι παρ' ἐκείνων Thuc. 8, 21; ἐκδιδόναι εἰς οὓς ἂν βούληται Plat. Rep. II, 362 b. Bei Dem. 57, 41 die schon verheirathete, die Frau, einem Andern abtreten; – ἐκδοῦναι παῖδα εἰς ἑτέραν οἰκίαν, zur Adoption, adoptiren lassen, Plat. Soph. 242 d, wie Pol. 32, 14, 2; τὸν παῖδα ἐπὶ τέχνην Xen. Equ. 2, 2, aus dem Hause in die Lehre geben. – 3) Etwas um Geld weggeben, vermiethen, verpachten, αὐλήν Her. 1, 68; ἀνδράποδα Xen. Vect. 4, 15; bes. verdingen, um Etwas zu machen, χαλινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι Plat. Parm. 127 a; ὥσπερ ἀνδριάντα ἐκδεδωκως κατὰ συγγραφήν Dem. 18, 122; τινὶ στέφανον ὥστε κατασκευάσαι 21, 22; vgl. Luc. Phalar. 1, 11. – Auch = ausleihen, anlegen, ἀργύριον, im Gesetz bei Dem. 35, 51 u. A. – 4) hervorbringen, z. B. ἐκδιδοῦσι τὸ ἤλεκτρον αἱ αἴγειροι Luc. electr. 2; Strab. 5, 2, 5. Bes. von Büchern, herausgeben, Isocr. 5, 11; Pol. 2, 37, 6; Plut. Num. 1. 22 u. öfter; Ath. IV, 168 e. – 51 intr., ausbrechen, von Flüssen = sich ergießen, εἰς θάλατταν u. ä., Her. 1, 80. 189, oft; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκδώσω, etc.
A. tr. I. produire au dehors : λόγον PLUT publier un discours ; ὁ πρότερος ἐκδοθείς (λόγος) ISOCR le premier discours publié;
II. faire passer en d'autres mains, remettre, càd :
1 livrer, abandonner : τοῖς ἐχθροῖσί τινα ἐκδ. SOPH livrer qqn à ses ennemis ; τὴν θυγατέρα HDT donner sa fille en mariage ; abs. donner en mariage;
2 confier pour un travail ou pour un apprentissage, acc.;
3 donner comme caution, acc.;
4 donner en location, louer, acc.;
5 rendre;
B. intr. s'épancher, se jeter en parl. d'un cours d'eau : ἐς θάλασσαν HDT se jeter dans la mer;
Moy. ἐκδίδομαι donner (une fille) en mariage.
Étymologie: ἐκ, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδίδωμι:
1 выдавать, передавать, отдавать (Ἑλένην καὶ κτὴμαθ᾽ ἅμ᾽ αὐτῇ Hom.; ἐ. τινὰ μαστιγῶσαί τινι Arst.): τὸν παῖδα ἐπὶ τέχνην ἐ. Xen. отдавать сына в учение; ἐκδοθέντων τῶν φονέων καὶ κολασθέντων Plut. после того, как убийцы были выданы и наказаны; θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν Pind. предаться веселью;
2 (тж. ἐ. πρὸς γάμον Diod.) выдавать замуж (θυγατέρα τινί Her., Plut. и εἴς τινα Plat.; ἀδελφάς Lys.; med. Her., Eur., Plat., Dem., Plut.);
3 отдавать внаем, сдавать в аренду (τὴν αὐλήν Her.);
4 делать заказ, заказывать (στέφανον χρυσοῦν τινι Dem.): ἐ. τινί τι σκευάσαι Plat. отдавать что-л. кому-л. в починку;
5 ссужать: ναυτικὰ ἐκδεδομένα ἑπτὰ τάλαντα Lys. семь талантов, выданных под морские торговые операции; ἀργύριον ἐκδοῦναι εἰς ναῦν Dem. давать денежную ссуду под залог корабля;
6 выносить наружу, приносить (δᾷδας ἡμμένας Arph.);
7 выделять, производить, давать (τὸ ἤλεκτρον Luc.): ἐ. εἰς τρίχας Arst. обрастать шерстью;
8 выпускать в свет, издавать, публиковать (ὁ ἐκδοθεὶς λόγος Isocr.; ἱστορίαν Polyb.): ἐκδοῦναι Ῥώμης κτίσιν Plut. издать сочинение об основании Рима;
9 втекать, впадать (Ἓρμος ἐκδιδοῖ ἐς θάλασσαν Her.; ἡ λίμνη ἐκδίδωσιν ὑπὸ γῆν περὶ τὰ βαθέα τοῦ Πόντου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδίδωμι: γ΄ ἑν. ἐκδιδοῖ (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος -διδόω) Ἡρόδ. 1. 80, κ. ἀλλ.: μέλλ. -δώσω. Παραδίδω, κυρίως τὸ παρανόμως ἁρπαγὲν καὶ κατακρατούμενον, Λατ. reddere, Ἑλένην καὶ κτήμαθ’ ἅμ’ αὐτῇ Ἰλ. Γ. 459, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 3· ὡσαύτως, παραχωρῶ, παραδίδω ἄνευ τῆς ἐννοίας τῆς παρανόμου κατοχῆς ἢ κατακρατήσεως, Λατ. dedere, ἰδίως ἐπὶ τῆς παραδόσεως προσφύγων, ὁ αὐτ. 1. 74, 158 κἑξ.· τινὰ τοῖς ἐχθροῖς Σοφ. Φ. 1386, πρβλ. Ο. Τ. 1040, κτλ.· ἐκδ. τινὰ τοῖς κατηγόροις Δημ. 524. 4, κἑξ.· πρβλ. 855. 24· ἐκδ. δοῦλον, παραδίδω δοῦλον ὅπως ἐξετασθῇ διὰ βασάνων (πρβλ. ἐξαιτέω), Ἀντιφῶν 144. 29, Δημ. 848. 27· ἐξέδωκεν αὐτὸν μαστιγῶσαι Εὐριπίδῃ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 20. ― Μέσ., θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν, «τὴν ψυχὴν ἐκδοῦναι πρὸς φιλοφροσύνην καὶ συμπόσια» (Σχόλ.), Πίνδ. Π. 4. 525. 2) ἐξάγω ἐκ τῆς οἰκίας μου καὶ δίδω, α) ἐκδ. θυγατέρα, δίδω τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Λατ. nuptum dare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 196, Εὐρ. Ι. Α. 132· εἴς τινα Πλάτ. Πολιτικ. 362Β, πρβλ. Θουκ. 8. 21· θυγατέρας παρὰ σφῶν αὐτῶν ἐκδόντες, προνοήσαντες περὶ τοῦ γάμου αὐτῶν ἰδίᾳ δαπάνῃ, Δημ. 835. 19, πρβλ. 834. 18· πλῆρες, Ἄλκηστιν ἐκδ. πρὸς γάμον Διόδ. 4. 53· προσέτι συχνάκις ἄνευ αἰτ., δίδω εἰς γάμον, ἐκδ. εἰς οὓς ἂν ἐθέλωσι Πλάτ. Πολ. 613D, πρβλ. 362Β, κτλ.· οὕτω καὶ (ἀλλὰ σπανιώτερον) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκδίδοσθαι θυγατέρα Ἡρόδ. 2. 47· ἐξέδου κόρην ὅτῳ σε θυμὸς ἦγεν Εὐρ. Μήδ. 309· συνοικίζειν καὶ ἐκδ. Πλάτ. Σοφ. 242D. β) ἐκδ. υἱόν, παραχωρῶ τὸν υἱόν μου ὅπως υἱοθετηθῇ· ἐκδ. υἱὸν εἰς ἑτέραν οἰκίαν Πολύβ. 32. 14, 2· ὡσαύτως, ἐκδ. τὸν υἱὸν ἐπὶ τέχνην, ὡς μαθητευόμενον, Ξεν. Ἱππ. 2, 2. 3) δίδω ἀντὶ χρημάτων, ἐνοικιάζω, δίδω ἐπὶ μισθῷ, ἀπομισθῶ τινί τι, τὴν αὐλὴν Ἡρόδ. 1. 68· ἐκδιδόναι ἀνδράποδα, διδόναι αὐτὰ ἐπὶ μισθοφορᾷ, Ξεν. Πόροι 4, 15· ― μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ Λατιν. locare aliquid faciendum, χαλινὸν χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι Πλάτ. Παρμ. 127Α· ἐκδόντος μοι Δημοσθένους... στέφανον χρυσοῦν ὥστε κατασκευάσαι Δημ. 522. 1· ὥσπερ ἀνδριάντα ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν, καθώς τις ἐλθὼν εἰς συμφωνία, διὰ τὴν κατασκευὴν ἀδριάντος, ὁ αὐτ. 268. 10. 4) δίδω, ἐμπιστεύομαι εἰς τὴν φροντίδα ἑτέρου, οὓς ἐξέδωκα Προδίκῳ Πλάτ. Θεαίτ. 151Β· ἐκδιδοὺς Διόνυσον Ἥρας νεικέων, ἀπομακρύνας τὸν Διόνυσον ἐκ τῶν ζηλοτυπιῶν τῆς Ἥρας, Εὐρ. Βάκχ. 293· οὕτω μετ’ ἀπαρ., Δὶ τοῦτ’ Ἐνυαλίῳ τ’ ἐκδώσομεν πράσσειν, «ἀναθήσομαι τὸ τοιοῦτον εὐεργέτημα τῷ Διῒ καὶ τῷ Ἄρει» (Σχόλ.), Πίνδ. Ο. 13. 149. 5) φέρω ἔξω, ἀλλ’ ἐκδότω τις... δᾷδας Ἀριστοφ. Πλ. 1194· ἐκδότω δέ τις... δίφρω δύο ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 127. 6) δανείζω χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ὡς π.χ. τοῦ φορτίου πλοίου, κτλ. (πρβλ. ἔκδοσις 4), παρὰ Δημ. 941. 8, κτλ. 7) ἐκδίδω, δημοσιεύω, ἐπὶ συγγράμματος ἢ λόγου, Λατ. edere, Ἰσοκρ. 84D, Πολύβ. 2. 37, 6· τοῖς ἐκδεδομένοις λόγοις Ἀριστ. Ποιητ. 15, 12· ― ὡσαύτως, θέτω εἰς κυκλοφορίαν νόμισμα, ἐπικόψας χαρακτῆρα ἐξέδωκε τὴν δραχμὴν δύο δυναμένην δραχμὰς ὁ αὐτ. Οἰκ. 2. 20, 9. 8) ἐπὶ χώρας, παράγω, φέρω, Στράβων 222, Λουκ. π. Ἠλέκτρ. 2 (ἀλλ’ ἐν ἐνίοις τῶν χειρογρ. παραλείπεται τὸ ῥῆμα). ΙΙ. ἀμετάβ. ἐπὶ ποταμῶν, ἐκβάλλω, κενοῦμαι, χύνομαι εἰς, ἐς θάλασσαν, ἐς τὴν Σύρτιν, ἐς τὸν Μαίανδρον, κτλ., Ἡρόδ. 1. 80., 7. 26, κτλ.· οὕτω, τῶν ἄλλων ζῴων τὰ μὲν εἰς ὀδόντας ἐκδίδωσι..., τὰ δὲ εἰς κέρατα, τὰ δὲ εἰς τρίχας, ἐκπέμπουσι θρεπτικὴν οὐσίαν ἄλλα μὲν πρὸς ἔκφυσιν ὀδόντων, ἄλλα δὲ κτλ., Ἀριστ. Προβλ. 10. 62. ― Πρβλ. ἐκβάλλω IX. 2, ἐξίημι Ι. 2.
English (Autenrieth)
aor. 2 imp. ἔκδοτε: deliver over, Il. 3.459†.
English (Slater)
ἐκδῐδωμι hand over, deliver Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν (O. 13.106) med., met. συμποσίας ἐφέπων θυμόν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν πολλάκις (P. 4.295)
English (Strong)
from ἐκ and δίδωμι; to give forth, i.e. (specially) to lease: let forth (out).
English (Thayer)
middle, future ἐκδώσομαι; 2nd aorist 3rd person singular ἐξέδοτο, T WH ἐξέδετο (see ἀποδίδωμι); a common word in Greek authors from Homer, Iliad 3,459 on; to give out of one's house, power, hand, stores; to give out, give up, give over; hence, also to let out for hire, to farm out, Herodotus 1,68; γεωργιαι δέ ἐκδεδομεναι δούλοις, Plato, legg. 7, p. 806d.; others. In the N. T, middle to let out for one's advantage: ἐκδόσεται, cf. Tdf. s note; Buttmann, 47 (41)); Luke 20:9.
Greek Monotonic
ἐκδίδωμι: γʹ ενικ. ἐκδιδοῖ (όπως αν προερχόταν από το -διδόω), μέλ. -δώσω·
I. 1. παραδίδω, εκχωρώ, εγκαταλείπω, ιδίως αυτό που έχει αρπαχθεί παράνομα, Λατ. reddere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἐκδ. δοῦλον, παραδίδω δούλο προς εξέταση για να ανακριθεί με βασανισμό, σε Δημ.
2. ἐκδ. θυγατέρα, δίνω την κόρη μου σε γάμο, Λατ. nuptum dare, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., ἐκδίδοσθαι θυγατέρα, σε Ηρόδ., Ευρ.
3. δίνω αντί χρημάτων, νοικιάζω, σε Ηρόδ.· με απαρ., όπως το Λατ. locare aliquid faciendum, σε Δημ.
4. δανείζω χρήματα με υποθήκη, όπως το φορτίο ενός πλοίου, παρά Δημ.
II. αμτβ. (ενν. ἑαυτὸν ή -ούς), λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
3rd sg. ἐκδιδοῖ [ἐκδιδοῖ as if from -διδόω] fut. -δώσω
I. to give up, surrender, esp. something seized unlawfully, Lat. reddere, Il., Hdt.:— ἐκδ. δοῦλον to give up a slave to be examined by torture, Dem.
2. ἐκδ. θυγατέρα to give one's daughter in marriage, Lat. nuptum dare, Hdt., Attic; so in Mid., ἐκδίδοσθαι θυγατέρα Hdt., Eur.
3. to give out for money, let out for hire, Hdt.:—c. inf., like Lat. locare aliquid faciendum, Dem.
4. to lend out money on security, such as the cargo of a ship, ap. Dem.
II. intr. (sub. ἑαυτόν or -ούσ) of rivers, to empty themselves, Hdt.
Chinese
原文音譯:™kd⋯dwmi 誒克-笛多米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:出去-給
字義溯源:發出,租出,租給;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(4);太(2);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 租給(4) 太21:33; 太21:41; 可12:1; 路20:9
Lexicon Thucydideum
dedere, they surrendered, 1.115.5, 1.136.3. 1.137.1.
collocare, nuptum dare, to marry off, 8.21.1.