δύσοιστος

Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, (οἴσω)

   A hard to bear, insufferable, ὀδμή Hp.Mul.2.181; πήματα, ἄλγη, πόνοι, A.Pr.690 (lyr.), Ch.745, S.Ph.508 (lyr.); βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν Id.OC 1688 (lyr.); δ. ἀήρ Str.12.3.40; ὀργή Jul.Gal.161b.

German (Pape)

[Seite 685] unerträglich; πήματα Aesch. Prom. 691; πόνοι Soph. Phil. 506; O. C. 1684; – Strab.

Greek (Liddell-Scott)

δύσοιστος: -ον, (οἴσω, φέρω) ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀνυπόφορος, ἀφόρητος, πήματα, ἄλγη, πόνοι Αἰσχύλ. Πρ. 691, Χο. 745, Σοφ. Φ. 507· βίου δύσοιστον ἔχειν τροφὰν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1687· δ. ἀὴρ Στράβων 562.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
I insoportable, difícil de soportar πήματα A.Pr.690, ἄλγη A.Ch.745, cf. Eu.789, 819, πόνοι S.Ph.508, ὀδμή Hp.Mul.2.181, πῶς βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν; ¿cómo obtendremos un penoso sustento para nuestras vidas?, e.e. obtendremos sustento para nuestra penosa vida S.OC 1688, ἀήρ Str.12.3.40, ὀργή Iul.Gal.33.161b, τὸ μὲν συναγωνιᾶν ... οὐ πάνυ δύσοιστον τοῖς ἐλευθέροις καὶ γενναίοις ἐστίν Plu.2.96a, cf. 547d, 830a.
II adv. -ως de manera insoportable Poll.3.130.

Greek Monolingual

δύσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα υποφέρεται ή υπομένεται («δύσοιστα πήματα», Αισχ.).

Greek Monotonic

δύσοιστος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ανυπόφορος, αφόρητος, σε Αισχύλ., Σοφ.