A v. οὐτάω.
οὐτήσασκε: ἴδε οὐτάω.
3ᵉ sg. ao. itér. de οὐτάω.
see οὐτάζω.
οὐτήσασκε: Ιων. γʹ ενικ. αορ. του οὐτάω.