πέπληγον

Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς,

   A v. πλήσσω.

German (Pape)

[Seite 560] aor. II. zu πλήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπληγον: πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, ἴδε ἐν λέξ πλήσσω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. épq. de πλήσσω.

English (Autenrieth)

see πλήσσω.

Greek Monotonic

πέπληγον: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πλήσσω· απαρ. πεπληγέμεν, μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. πεπλήγετο.