ἀνταιδέομαι

Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Med.,

   A respect in return, αἰδουμένας ἀ. X.Cyr.8.1.28.

German (Pape)

[Seite 243] (s. αἰδέομαι), dagegen achten, Achtung mit Achtung vergelten, Xen. Cyr. 8, 1, 28; Plut. Ant. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταιδέομαι: μέσ., αἰδοῦμαι καὶ αὐτός, ἀποδίδω σεβασμὸν ἀντὶ σεβασμοῦ, γυναῖκας αἰδουμένας ἀνταιδεῖσθαι ἐθέλουσι Ξεν, Κύρ. 8. 1, 28.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
témoigner du respect en retour : τινα à qqn.
Étymologie: ἀντί, αἰδέομαι.

Spanish (DGE)

respetar, venerar a su vez αἰδουμένας X.Cyr.8.1.28.

Greek Monotonic

ἀνταιδέομαι: Μέσ., σέβομαι ως ανταπόδοση σεβασμού, σε Ξεν.