ανταπόδοση
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
Greek Monolingual
(AM ἀνταπόδοσις)
ανταμοιβή για το καλό ή τιμωρία για το κακό
νεοελλ.
μέθοδος καταναγκασμού που ασκείται από κράτος εναντίον άλλου κράτους, στο οποίο καταλογίζεται κάποια παράλειψη στις διεθνείς υποχρεώσεις του
αρχ.
1. εξόφληση, πληρωμή
2. κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση
3. ο ήχος που εναρμονίζεται με κάποιον άλλο
4. εναλλαγή, αλληλοδιαδοχή
5. αντίδραση
6. παραλληλισμός ή αντίθεση φράσεων μέσα σε περίοδο ή ημιπερίοδο
7. η σχέση μεταξύ ανταποδοτικών (συσχετικών) αντωνυμιών.