ἀντιφιλέω

Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A love in return, Pl.Ly.212d, Theoc.12.16, 23.6, Arist. EN1157b30:—Pass., Pl.Ly.212c, X.Mem.2.6.28, Arist.EN1159a30, al.    II kiss in return, AP5.284 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφῐλέω: μέλλ. -ήσω, ἀνταγαπῶ, Πλάτ. Λύσ. 212C· κἑξ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28, Θεόκρ. 12, 16, Ἀριστ.: - Παθ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀντιφιλῶ, φιλῶ καὶ αὐτὸς ἐν τῷ μέρει [διὰ τῶν χειλέων] Ἀνθ. Π. 5. 285.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aimer en retour;
2 embrasser en retour.
Étymologie: ἀντί, φιλέω.

Spanish (DGE)

1 amar a su vez οὐδ' ἄρα φίλιπποί εἰσι οὓς ἂν οἱ ἵπποι μὴ ἀντιφιλῶσι Pl.Ly.212d
abs. μετὰ προαιρέσεως Arist.EN 1157b30, cf. Theoc.12.16
en v. pas. οὐκ ἔστιν φιλοῦντα μὴ ἀντιφιλεῖσθαι ὑπὸ τούτου ὃν ἂν φιλῇ; Pl.Ly.212b, αἱ μητέρες ... ἀντιφιλεῖσθαι οὐ ζητοῦσιν Arist.EN 1159a30, cf. Theoc.17.40, 28.6.
2 besar a su vez, AP 5.285 (Agath.).

Greek Monotonic

ἀντιφῐλέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ με τη σειρά μου, σε Πλάτ., Ξεν.