πινόομαι

Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be dirty, χιτὼν πεπινωμένος Philet.17; of Alexander's complexion as painted by Apelles, Plu.Alex.4: metaph. (cf. πίνος 2), literae πεπινωμέναι or πεπινωμένως scriptae, in archaic style, Cic.Att.14.7.2, 15.16; ἡ αὐστηρὰ καὶ πεπ. σύνθεσις D.H.Dem.45.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνόομαι: Παθ., ῥυπῶ, «σκωριάζω», ἐπὶ ἀγαλμάτων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4· μεταφορ., literae πεπινωμέναι ἢ πεπινωμένως scriptae, γράμματα γεγραμμένα κατὰ τρόπον ἁπλοῦν καὶ ἀρχαιοπρεπῆ, Κίκ. π. Ἀττ. 14. 7., 15. 16Α· πρβλ. πίνος.

Greek Monotonic

πῐνόομαι: Παθ., είμαι σκουριασμένος, λέγεται για αγάλματα, σε Πλούτ.