πίνος

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐ́νος Medium diacritics: πίνος Low diacritics: πίνος Capitals: ΠΙΝΟΣ
Transliteration A: pínos Transliteration B: pinos Transliteration C: pinos Beta Code: pi/nos

English (LSJ)

ὁ,
A dirt, filth, in clothes or hair, S.OC1259, E.El.305; of the natural grease in wool, Paul.Aeg.7.17.88: metaph., σὺν πίνῳ χερῶν, i.e. by foul means, A.Ag.776(lyr.).
2 patina on bronze statues, Plu.2.395b: hence, metaph. of style, ὁ τῆς ἀρχαιότητος π. D.H.Dem. 5, cf.39, Comp.11, al.
3 Alch., wash on metals, Olymp.Alch.p.75 B. πίνος Hdn.Gr.2.945, and ῐ in Poets, S.l.c., A.R.2.200, etc.: πῖνος is incorrect in Phryn.PS p.37 B. cod., EM672.39.]

German (Pape)

[Seite 617] ὁ, Schmutz, bes. fettiger Schmutz, Fettglanz; σὺν πίνῳ χερῶν, Aesch. Ag. 752; Soph. O. C. 1261 nach Scalig. Conj. für πόνος; Eur. πίνῳ ὅσῳ βέβριθα, El. 305; folgde Dichter, Ap. Rh. 2. 200, wie in späterer Prosa, Plut. Pyth. or. 2, neben ἰός, von dem Rost, der sich an Metall ansetzt, τῶν ἀνδριάντων οὐδεὶς ἔσχεν ἰὸν οὐδὲ πίνον; so auch D. Hal. ep. ad Cn. Pomp. 2, 4 ὅ τε πίνος αὐτῇ καὶ χνοῦς ὁ τῆς ἀρχαιότητος περιτρέχει, was geschätzt wird. [Den Accent bemerken ausdrücklich Arcad. p. 63, 21 u. Drac. p. 121, 17, die Länge des ι läßt sich auch nirgends belegen, daher πῖνος falscher Accent.]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 saleté, crasse (de la peau, des cheveux, d'un vêtement);
2 postér. rouille sur les métaux.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Russian (Dvoretsky)

πίνος: (ῐ) ὁ
1 грязь (χερῶν Aesch.; τῆς ἐσθῆτος Soph.);
2 налет, ржавчина (sc. τοῦ χαλκοῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πίνος: ὁ, ῥύπος, ἀκαθαρσία, Λατ. squalor, Σοφ. Ο. Κ. 1259, Εὐρ. Ἠλ. 305· μεταφορ., σὺν πίνῳ χερῶν, δηλ. διὰ ῥυπαρῶν μέσων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 776· ― ὁ πίνος ὁ τῆς ἀρχαιότητος, ἐτιμᾶτο ἐν τοῖς ἐξ ὀρειχάλκου ἔργοις, ὅθεν ἡ λέξ. πίνος ἦν ἐν χρήσει μεταφορ. ἐπὶ τοῦ ἀρχαϊκοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39, πρβλ. Πλούτ. 2. 395Β, κτλ.· ἴδε πινόομαι, εὐπινής. πίνος ὡς ἀνωτ. παρὰ Δράκοντι 121. 17, Ἀρκαδ. 63. 21, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 40, καὶ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι ῐ, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 200· ἑπομένως δυσπῐνὴς καὶ ἅπαντα τὰ σύνθετα· ἄρα τὸ πῖνος εἶναι ἡμαρτημένον, ὡς φέρεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 40, Α. Β. 22].

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα
2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)
3. (αλχ.) πλύση τών μετάλλων
αρχ.
1. μτφ. (για ύφος) αρχαϊκός και απέριττος
2. φρ. «σὺν πίνῳ χερῶν»
μτφ. με αισχρά μέσα, με πρόστυχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία της λ. από τον Ερωτιανό «πίνος γὰρ ὁῥύπος
ἐν ἐνίοις δὲ ὑπομνήμασιν εὕρομεν πίνον λεγόμενον τὸν σπίλον» θα ενθάρρυνε την σύνδεση της με τον τ. σπίλος «λεκές» και πιθ. με τον τ. οἰσπώτη «κοπριά, ακαθαρσίες ζώων». Κατ' άλλη άποψη, η λ. πίνος συνδέεται με το λατ. in-quino «ρυπαίνω, μολύνω»].

Greek Monotonic

πίνος: [ῐ], ὁ, βρομιά, ρύπος, Λατ. squalor, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., σὺν πίνῳ χερῶν, δηλ. με βρόμικα μέσα, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dirt on clothes, on the body, in the hair, the greasy dirt of wool (trag., Paul. Aeg.), coating, patina on bronze, metals, metaph. of archaic stile (D. H., Plu.).
Compounds: As 2. member (with transition in the σ-stems) a.o. in ἀ-πινής without dirt, clean (Ath.), δυσ-, κακο-πινής badly begrimed (S., Ar.); opposite εὑ-πινής neat, beautiful, plain (Cratin., E., Cic. ).
Derivatives: πιναρός dirty (com., E., inscr. Delos a.o.) with πιναρ-ότης f. (Eust.), -όομαι in πεπιναρωμένα (Suid.); πιν-ηρός (Hp. ap. Erot.), -όεις (Hp., A. R., AP), -ώδης (Hp., E., Lyc.) with -ωδία ἀκαθαρσία H. Denomin.: πιν-όομαι in πεπινω-μένος dirty etc. (hell. poet., D. H., Cic., Plu.), <πο>πινοῦται ἀπορυποῦται H.; -άω in πινῶν (Ar. Lys. 279), after ῥυπῶν.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. By Curtius 276 a. o. connected with σπίλος, Čech. špina dirt (thus Machek Zeitschr. f. Slaw. 1, 38); to this after Prellwitz also οἰσπώτη; further, quite untenable combinations by Petersson Glotta 4, 297 (cf. WP. 2, 683). To be rejected also Meillet MSL 13, 39 (with L. Meyer): to Lat. caenum, inquināre. -- Poss. Pre-Greek (note the meaning).

Middle Liddell

πῐ́νος, ὁ,
dirt, filth, Lat. squalor, Soph., Eur.; metaph., σὺν πίνῳ χερῶν, i.e. by foul means, Aesch.

Frisk Etymology German

πίνος: {pínos}
Grammar: m.
Meaning: Schmutz an Kleidern, am Körper, im Haar, der fettige Schmutz der Wolle (Trag., Paul. Aeg.), Überzug, Patina auf Bronze, Metallen, übertr. vom altertümlichen Stil (D. H., Plu. u.a.).
Composita: Als Hinterglied (mit Umbiegung in die σ-Stämme) u.a. in ἀπινής ohne Schmutz, rein (Ath.), δυσ-, κακοπινής übel beschmutzt (S., Ar. u.a.); Gegensatz εὐπινής sauber, schön, einfach (Kratin., E., Cic. u.a.).
Derivative: Davon πιναρός schmutzig (Kom., E., Inschr. Delos u.a.) mit πιναρότης f. (Eust.), -όομαι in πεπιναρωμένα (Suid.); πινηρός (Hp. ap. Erot.), -όεις (Hp., A. R., AP), -ώδης (Hp., E., Lyk.) mit -ωδία· ἀκαθαρσία H. Denominativa: πινόομαι in πεπινωμένος beschmutzt (hell. Dicht., D. H., Cic., Plu.), ἀ<πο>πινοῦται· ἀπορυποῦται H.; -άω in πινῶν (Ar. Lys. 279). nach ῥυπῶν.
Etymology: Unerklärt. Von Curtius 276 u. A. mit σπίλος, čech. špina Schmutz (ebenso Machek Zeitschr. f. Slaw. 1, 38) verbunden; dazu nach Prellwitz auch οἰσπώτη; weitere, ganz unhaltbare Kombinationen bei Petersson Glotta 4, 297 (vgl. WP. 2, 683). Abzulehnen ebenfalls Meillet MSL 13, 39 (mit L. Meyer): zu lat. caenum, inquināre.
Page 2,540

English (Woodhouse)

dirt, squalor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)