ἔξει: ἀντὶ ἔξιθι, προστ. τοῦ ἔξειμι.
2ᵉ sg. prés. ind. ou impér. de ἔξειμι.
ἔξει: αντί ἔξιθι, προστ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).