ἔξειμι

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξειμι Medium diacritics: ἔξειμι Low diacritics: έξειμι Capitals: ΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: éxeimi Transliteration B: exeimi Transliteration C: ekseimi Beta Code: e)/ceimi

English (LSJ)

(A),
A (εἶμι ibo) Ep. 2sg. ἔξεισθα (v. infr.); ἔξει wrongly expld. as imper. by Sch.Ar.Nu.633; Dor. 3sg. ἔξειτι Hsch.; inf. ἐξιέναι, also ἐξίναι Machoap.Ath.13.580c: serving as Att. fut. of ἐξέρχομαι, but with impf. ἐξῄειν, Ion. ἐξήϊα Hdt.2.139:—go out, come out, esp. out of the house, Hom. mostly in Od., ἔξεισθα θύραζε 20.179: c. gen. loci, ἐξῐέναι μεγάρων 1.374; τῆς χώρας S.OC909; so ἐκ τῆς χώρης Hdt.1.94; but ἐ. ἐκ τῶν ἱππέων leave the knights, quit service as one, ib.67; ἐκ τῆς ἀρχῆς ἐ. D.C.60.10.
2 εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι come forth to apply the test, S.Ph.98; but, submit to the test, Id.Fr.105; λόγων.. εἰς ἅμιλλαν ἐξιών E.Fr.334.
3 abs., ἔξει Ar.Nu.633; esp. march out with an army, Th.5.13, X.Cyr.3.3.20, etc.; οἱ ἐξιόντες Th.1.95: c. acc. cogn., ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῇσαν ib.15; πολλοὺς ἀγῶνας ἐ. S.Tr.159; ἐξόδους ἐ. go out in procession, D.48.55; ἐ. ὑστάτην ὁδόν E.Alc.610; ἐ. τὴν ἀμφίαλον (sc. ὁδόν) X.HG4.2.13; τὰς πύλας Ath.8.351d.
4 come forward on the stage, οὑξιὼν πρώτιστα Ar.Ra.946.
II of time or incidents, come to an end, expire, Hdt.2.139; ὅταν περ τὸ κακὸν ἐξίῃ S.Ph.767; ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς Lys.9.6; ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη where they cease, X.Cyn.8.3.

(B), (εἰμί sum), only used in impers. forms (v. ἔξεστι), exc. in αἰ ἐλεύθεροι μὴ ἐξεῖεν if [a woman] shall leave no free-born issue, Leg.Gort.7.9.

German (Pape)

[Seite 875] (s. εἰμί), nur impers., ἔξεστι, es steht frei, ist erlaubt; ἔξεστι γάρ μοι μὴ λέγειν ἃ μὴ τελῶ Aesch. Eum. 859; κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται Soph. Ant. 503; in Prosa überall, mit folgdm acc. c. inf-, οὐδ' ἔξεστι βασιλέα χωρὶς ἱερατικῆς ἄρχειν Plat. Polit. 290 d; Gorg. 486 c; gew. steht das subst. od. adj. beim int. im dat., ἔξεστί σοι ἀνδρὶ γενέσθαι Xen. An. 7, 1, 21, wie ὑμῖν εὐδαίμοσι ἔξεστι γενέσθαι Dem. 3, 23; doch tritt in der Fortführung des Satzes der acc. gew. wieder ein, ἔξεστιν ὑμῖν φίλους γενέσθαι Thuc. 4, 20; ὅτε ἐξείη πρὸς ἄλλους ἀρχομένους ἀπιέναι Xen. An. 2, 6, 12, vgl. Mem. 2, 6, 26; – das partic. absolut gebraucht, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Aesch. Prom. 651; ἐξὸν πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα κεκλῆσθαι Soph. El. 357; ἐξὸν ἀτέκνοις εἶναι Eur. Alc. 890; ἐξόν σοι ἐν εἰρήνῃ λέγειν, da es dir freisteht, Plat. Conv. 189 b, u. sonst überall; auch fut., ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην λαμβάνειν Lys. 14, 10. – Bei Plat. Epist. VII, 345 d, ἀγανακτεῖν ἐξῆν εἴτε βουλοίμην εἴτε μή, übersetzt man ich mußte. (εἶμι), herausgehen; aus dem Hause, θύραζε Od. 20, 367; μεγάρων 1, 374, wie ἱππόθεν ἐξίμεναι 11, 531; ἔξεισθα θύραζε 20, 179, du wirst herausgehen; τῆσδε τῆς χώρας Soph. O. C. 913; εἰς ἔλεγχον ἐξιών, zur Prüfung ausgehend, sit anstellend, Phil. 98; ἔξει, geh heraus, Ar. Nubb. 623; ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἔξω τείχους Phaedr. 230 d; οἴκοθεν Apol. 40 b; ἔνδοθεν Conv. 220 b; übertr., φαίνεταί μοι δόξα ἐξιέναι ἐκ διανοίας Rep. III, 412 e. Bes. ins Feld rücken, ausrücken, Thuc. 5, 13 Xen. Cyr. 3, 3, 20 Dem. 2, 13 u. A.; so στρατείας ἐκδήμους Thuc. 1, 15; τὴν ἀμφίαλον, auf der Landenge ausrücken, Xen. Hell. 4, 2, 13. – Bei Ar. Ran. 944 ist οὑξιὼν πρώτιστα der zuerst Auftretende im Drama; ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιέναι, mit Pomp ausgehen auf die Straße, Dem. 48, 55; Plut. Sol. 21; ὑστάτην ὁδόν, den letzten Weg gehen, Eur. Alc. 610; πολλοὺς ἀγῶνας ἐξιών, auf Kämpfe ausziehen, Soph. Tr. 158; – ὁ χρόνος ἐξήϊε, ging aus, ging vorüber, Her. 2, 139; ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη, wo sie zu Ende gehen, aufhören, Xen. Cyn. 8, 3; τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Lys. 9, 6; anders ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς D. Cass. 16, 10.

French (Bailly abrégé)

11 (seul. 3ᵉ pl. ἔξεισι) être originaire de, descendre de, gén.;
2 d'ord. • impers. ἔξεστι (inf. ἐξεῖναι, impf. ἐξῆν, f. ἐξέσται) il est permis ; κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται SOPH il lui est permis de faire et de dire ce qu'elle veut ; σοὶ ἔξεστιν ἀνδρὶ γενέσθαι XÉN il t'est permis de devenir un homme ; rar. avec l'acc. Λακεδαιμονίοις ἔξεστιν ὑμῖν φίλους γενέσθαι THC il est possible aux Lacédémoniens de devenir vos amis ; abs. part. • ἐξόν avec l'inf., quand ou puisqu'il est permis ou possible de ; fut. • ἐξεσόμενον lorsqu'il sera possible.
Étymologie: ἐξ, εἰμί.
2inf. ἐξιέναι, impf. ἐξῄειν ou ἐξήϊα, etc., v. εἶμι;
I. en parl. de pers.
1 sortir : μεγάρων OD du palais ; χώρας SOPH ou ἐκ χώρης HDT sortir d'un pays ; particul. partir pour une expédition ; avec un acc. : ἀγῶνας SOPH aller affronter des luttes ; ἐκδήμους THC partir pour des expéditions lointaines ; θύραζε OD sortir à la porte;
2 fig. se retirer : ἐκ τῶν ἱππέων HDT quitter le service de la cavalerie;
3 en venir à : εἰς ἔλεγχον SOPH à une preuve;
II. en parl. de choses arriver à son terme, cesser.
Étymologie: ἐξ, εἶμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔξειμι:
I εἰμί (только impers. ἔξεστι(ν), fut. ἐξέσται, impf. ἐξῆν, inf. ἐξεῖναι, conjct. ἐξῇ, opt. ἐξείη)
1 (воз)можно, разрешается, позволено (τινι δρᾶν λέγειν θ᾽ ἃ βούλεται Soph.; τινα ποιεῖν τι Plat.): Λακεδαιμονίοις ἔξεστιν ὑμῖν φίλους γενέσθαι Thuc. вы можете стать друзьями лакедемонянам; τὸ ἐξεῖναι πᾶσιν ἄρχειν Arst. открытый для всех доступ к государственным постам; ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιεῖν Her. хотя ты вправе выбрать любую из обеих возможностей; ἐξὸν ἅπαντα ταὐτὰ λέγειν Arst. между тем как то же самое можно сказать обо всем: οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρά τινος λαμβάνειν Lys. город не сможет покарать кого-л.: πρότερον οὐκ ἐξῆν Plut. раньше это было запрещено;
2 происходить (Φαίηκες ἐμῆς ἔξεισι γενέθλης Hom. - v.l. ἔξ εἰσι).
II εἶμιindic. - fut. к ἐξέρχομαι)
1 выходить, уходить (θύραζε Hom.; χώρας Soph. и ἐκ τῆς χώρης Her.; ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat.): ἔ. ἐκ τῶν ἱππέων Her. выбывать из сословия всадников; ἔ. ὑστάτην ὁδόν Eur. отправляться в последний путь, т. е. быть погребаемым;
2 приступать: εἰς ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ … Soph. (внимательно) разобравшись, я вижу (что) …;
3 расходоваться: τὰ ἐξιόντα καὶ τὰ εἰσιόντα Arst. расходы и доходы;
4 изливаться, втекать, впадать (ποταμοὶ εἰς τὴν θάλατταν ἐξιόντες Arst.);
5 показываться публично, выступать (κωλύειν τινὰ ἐξιέναι Arst.): ἐξόδους λαμπρὰς ἐ. Dem. совершать пышные шествия; οὑξιὼν (= ὁ ἐξιὼν) πρώτιστα Arph. выступающий первым на сцену;
6 выступать в поход (ὡς τάχιστα Xen.): ἐκδήμους στρατείας ἐ. Thuc. совершать походы за пределы страны;
7 приходить к концу, кончаться: ὡς ὁ χρόνος οὖτος ἐξήϊε Her. когда это время истекло; ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς Lys. когда истекал срок (их) полномочий; ὅταν περ κακὸν ἐξὶῃ τόδε Soph. когда пройдет эта боль; ἐξιούσης τῆς θερμότητος Arst. с исчезновением теплоты.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξειμι: (εἶμι) Ἐπικ. β΄ ἑνικ., ἔξεισθα, ἴδε κατωτ.: Ἀττ. προστ. ἔξει, ἀντὶ ἔξιθι, Ἀριστοφ. Νεφ. 633: ἀπαρ. ἐξιέναι, καὶ παρὰ Μάχωνι ἐν Ἀθην. 580C ἐξίναι: κεῖται ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ ἐξέρχομαι, ἀλλὰ μετὰ παρατ. ἐξῄειν, Ἰων. ἐξήϊα Ἡρόδ. 2. 139. Ἐξέρχομαι κυρίως ἐκ τῆς οἰκίας, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., ἀτὰρ οὐκ ἔξεισθα θύραζε; Υ. 179· μετὰ γεν. τόπου, ἐξιέναι μεγάρων Α. 374· τῆς χώρας Σοφ. Ο. Κ. 909· οὕτως, ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἀλλ’, ἐξ, ἐκ τῶν ἱππέων, ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἱππέων, οἱ δὲ ἀγαθοεργοί εἰσι τῶν ἀστῶν, ἐξιόντες ἐκ τῶν ἱππέων αἰεὶ οἱ πρεσβύτατοι αὐτόθι 67· ἐξ ἀρχῆς ἐξ. Δίων. Κ. 60. 10. 2) νῦν δ’ εἰς ἔλεγχον ἐξιών, ὑποβάλλων εἰς ἔλεγχον (τοὺς λόγους καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων ἐν τῷ βίῳ), Σοφ. Φιλ. 98, Ἀποσπ. 92· λόγων... εἰς ἅμιλλαν ἐξιὼν Εὐρ. Ἀποσπ. 347. 3) ἀπολ., ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἰδίως ἐξέρχομαι μετὰ στρατοῦ, Θουκ. 5. 13, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 20, κτλ. οἱ ἐξιόντες Θουκ. 1. 95: - οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν αὐτόθι 15· πολλοὺς ἀγῶνας ἐξ. Σοφ. Τρ. 159· ἐξόδους ἐξ., ἐξέρχεσθαι μετὰ πομπῆς, Δημ. 1182. 27· ἐξ. ὑστάτην ὁδὸν Εὐρ. Ἄλκ. 610· ἐξ. τὴν ἀμφίαλον (ἐνν. ὁδὸν) Ξεν. Ἑλλην. 4, 2, 13· τὰς πύλας Ἀθήν. 351D· 4) ἐξέρχομαι, παρουσιάζομαι εἰς τὴν σκηνήν, ἀλλ’ οὑξιὼν πρώτιστα μέν μοι τὸ γένος εἶπ’ ἂν εὐθὺς τοῦ δράματος Ἀριστοφ. Βάτρ. 946. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, συμβεβηκότος ἢ πάθους, παρέρχομαι, λήγω, ὡς ὧν ὁ χρόνος οὗτος ἐξήϊε Ἡρόδ. 2. 139· λαμβάνει γὰρ οὗν ὕπνος μ’ ὅταν περ τὸ κακὸν ἐξίῃ τόδε, ὅταν παρέρχηται, Σοφ. Φιλ. 767· τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Λυσ. 114. 41· ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη, λήγουσι, Ξεν. Κυν. 8, 3.

English (Autenrieth)

(1) (εἰμί): be from or of (son or descendant of), Od. 13.130.
(2) (εἶμι), 2 sing. ἔξεισθα, inf. ἐξιέναι, ἐξίμεναι, ipf. ἐξῄει: go out.

English (Strong)

from ἐκ and eimi (to go); to issue, i.e. leave (a place), escape (to the shore): depart, get (to land), go out.

Greek Monolingual

(I)
ἔξειμι (AM) είμι
φεύγω, αναχωρώ
αρχ.
1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.)
2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)
3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.)
4. βαδίζω, πορεύομαι («προσείπατ' ἐξιοῦσαν ὑστάτην ὁδόν», Ευρ.)
5. (για υποκριτές θεάτρου) παρουσιάζομαι πρώτος στη σκηνή
6. (για χρόνο) περνώ
7. παύω, τελειώνω («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).
(II)
ἔξειμι (Α)
(σε χρήση μόνο ως απρόσ.) βλ. έξεστι.

Greek Monotonic

ἔξειμι: (εἶμι ibo), Επικ. βʹ ενικ. ἔξεισθα· Αττ. προστ. ἔξει, αντί ἔξιθι· χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του ἐξέρχομαι, αλλά με παρατ. ἐξῄειν, Ιων. ἐξήϊα·
I. 1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι από το σπίτι, σε Όμηρ.· με γεν. τόπου, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· ἐξ ἐκ τῶν ἱππέων, έξοδος από την τάξη των ιππέων, σε Ηρόδ.· εἰςἔλεγχον ἐξιέναι, υποβολή σε έλεγχο, κρίση, δοκιμασια, σε Σοφ.
2. εξέρχομαι, εξορμώ με στρατό, σε Θουκ., Ξεν.· με σύστ. αιτ., εξέρχομαι σε εκστρατεία ή επιχείρηση, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στη σκηνή, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για χρόνο ή περιστατικά, παρέρχομαι, λήγω, σε Ηρόδ., Σοφ.
ἔξειμι: (εἰμί, sum), χρησιμ. μόνο σε απρόσωπους τύπους, βλ. ἔξεστι.

Middle Liddell

εἶμι ibo] epic 2nd sg. ἔξεισθα Attic imper. ἔξει Attic imper. ἔξει for ἔξιθι] imperf. ἐξῄειν ionic ἐξήϊα [serving as Attic fut. of ἐξέρχομαι, but with imperf. ἐξῄειν, ionic ἐξήϊα
I. to go out, come out of the house, Hom.; c. gen. loci, Od., Soph.; ἐξ. ἐκ τῶν ἱππέων to leave the knights, Hdt.; εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι to come forth to the trial, Soph.
2. to march out with an army, Thuc., Xen.:—c. acc. cogn. to go out on an expedition or enterprise, Soph., Eur., etc.
3. to come forward on the stage, Ar.
II. of time or incidents, to come to an end, expire, Hdt., Soph.

Chinese

原文音譯:œxeimi 誒克士-誒米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:出去-是
字義溯源:發出,起行,回去,離開,去;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(εἰμί)X*=行走,去)組成。參讀 (ἀναλύω)1543a同義字
出現次數:總共(4);徒(4)
譯字彙編
1) 去(1) 徒27:43;
2) 起行(1) 徒20:7;
3) 他們就回去了(1) 徒17:15;
4) 他們離開(1) 徒13:42
原文音譯:œxesti 誒克士-誒士提
詞類次數:動詞(32)
原文字根:出去-是 相當於: (אֲרִיךְ‎)
字義溯源:對的,合理,合法,許可,可行,可,可以;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(εἰμί)*=是)組成
出現次數:總共(32);太(9);可(6);路(5);約(2);徒(5);林前(4);林後(1)
譯字彙編
1) 可以(8) 太12:4; 太12:10; 太19:3; 太22:17; 可10:2; 可12:14; 路14:3; 路20:22;
2) 可(7) 太12:2; 太20:15; 太27:6; 可2:24; 路6:2; 路6:4; 徒16:21;
3) 可行(4) 林前6:12; 林前6:12; 林前10:23; 林前10:23;
4) 許可(3) 約18:31; 徒21:37; 林後12:4;
5) 是⋯合理的(2) 太14:4; 可6:18;
6) 那是⋯可(1) 可2:26;
7) 是⋯可以的(1) 約5:10;
8) 合法嗎(1) 徒22:25;
9) 我可以(1) 徒2:29;
10) 是可以的(1) 太12:12;
11) 是可行(1) 可3:4;
12) 是可以(1) 路6:9;
13) 就可以(1) 徒8:37

Lexicon Thucydideum

exire, egredi, to go out, depart, 1.103.1, 1.103.3. 1.130.1, 1.131.2. 1.143.5. 2.4.4. 2.6.3. 2.21.2, [vulgo commonly ἐπεξιέναι], 2.57.1, 2.70.3. 2.70.4, 2.74.1. 2.75.1. 3.3.6, 3.20.1. 3.22.1. 3.22.5. 3.8.1, 3.34.3, 3.66.2. 3.111.1, 3.111.14.48.1, 4.69.4. 4.73.4. 4.75.1. 4.100.1, 4.106.1. 4.114.1. 4.114.15.7.5, 5.10.2. 5.10.6. 5.80.1, 5.80.3. 6.66.3, 6.96.3, 6.99.3. 6.101.2. 7.2.2, 7.3.1, 7.4.6, 7.4.67.42.6. 7.47.3, [vulgo commonly διεξιέναι, alii others ἀπιέναι, proficisci, to set out] 7.73.1. 7.73.2. 8.25.2. 8.69.4, (e consilio deliberately), 8.98.3,
in expeditionem proficisci, to set out on an expedition, 1.15.2, 1.77.6,
similiter similarly 1.95.7. 2.11.1, 4.5.1. 4.70.2, 4.81.1. 4.81.3. 5.8.2, 5.13.2. 5.34.1, 5.54.3, [nonnulli codd. several manuscripts ἐξελθόντος] 5.75.4. 6.7.2, 6.65.1,
progredi, to advance, 6.37.2, 7.11.4,
Translate, translate 1.70.5, [nonnulli codd. several manuscripts ἐπεξ.]. 3.108.1, [vulgo commonly ἐπεξ.], confecerunt., they finished.
Absolute, absolutely excedere, to depart, withdraw, 5.31.5, [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.46.4, cf. seq. compare what follows]