παρδάλεος

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 509] vom Panther, zum Panther gehörig, nach den Gramm. ion. S. παρδαλέη.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
βλ. παρδάλειος.

Greek Monotonic

παρδάλεος: -α, -ον (πάρδᾰλις), αυτός που ανήκει στη λεοπάρδαλη.