κοσμοκόμης

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dressing the hair, κτείς AP6.247 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοκόμης: -ου, ὁ, ὁ κοσμῶν, καλλωπίζων τὴν κόμην, κτεὶς Ἀνθ. Π. 6. 247.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui orne ou arrange la coiffure.
Étymologie: κόσμος, κόμη.

Greek Monolingual

κοσμοκόμης, -ου, ὁ (Α)
(για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο-κόμης, κισσο-κόμης.

Greek Monotonic

κοσμοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.