τετράφαται

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

-φατο,

   A v. τρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

τετράφαται: -φατο, ἴδε τρέπω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ion. pf. Pass. de τρέφω.

Greek Monotonic

τετράφᾰται: -το, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τρέφω.