Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος τῆς Λήμνου, ἴδε ἐν λέξ. Λῆμνος.
α, ον :de Lemnos ; fig. violent, terrible : Λήμνιον πῦρ SOPH feu de Lemnos, feu terrible.Étymologie: Λῆμνος.
Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος της Λήμνου, βλ. Λῆμνος.