μαπέειν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ μάρπτω, ἱέμεναι μαπέειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 231.
inf. ao.2 épq. de μάρπτω.Étymologie: DELG croisement avec μάψ.
μᾰπέειν: Επικ. απαρ. αόρ. βʹ του μάρπτω.