Ἀργώ

Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

όος, contr. οῦς, ἡ, (ἀργός, ή, όν)

   A Argo, the ship in which Jason sailed to Colchis, the Swift, first in Od.12.70:—Adj. Ἀργῷος, α, ον, of the Argo, δόρυ, σκάφος, E.Andr.793 (lyr.), Med.477.    2 the constellation Argo, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.342, etc.    3 tree of whose timber the Argo was built, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀργώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, (ἀργός, ή, όν), ἡ Ἀργώ, ἤτοι τὸ πλοῖον ἐν ᾧ ὁ Ἲάσων ἔπλευσεν εἰς τὴν Κολχίδα, πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 70: - Ἐπίθ. Ἀργῷος, α, ον, ἀνήκων εἰς τὴν Ἀργώ, δόρυ, σκάφος Εὐρ. Ἀνδρ. 794, Μήδ. 477. 2) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Ἀργοῦς, Ἐρατοσθ. Καταστ. 35.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς ; όϊ-οῖ, ώ;
Argô (litt. le rapide), vaisseau des Argonautes.
Étymologie: ἀργός¹.

English (Autenrieth)

the Argo, ship of the Argonants, Od. 12.70†.

English (Slater)

Ἀργώ the ship of Jason and the Argonauts.
   1 Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις (O. 13.54) “θοᾶς Ἀργοῦς” (P. 4.25) ναὸς Ἀργοῦς (P. 4.185)

Greek Monotonic

Ἀργώ: -όος, συνηρ. -οῦς, (ἀργός = ταχύς), η Αργώ ή η Ταχεία, το πλοίο με το οποίο ο Ιάσωνας έπλευσε στην Κολχίδα, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Ἀργῷος, , -ον, αυτός που ανήκει στην Αργώ, σε Ευρ.