καινόταφος
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tombeau d’une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.
Greek Monolingual
καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.
Greek Monotonic
καινότᾰφος: -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ.