φύξιον

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τό,

   A f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. φύξιος.

Greek Monotonic

φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.