φύξιον

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξιον Medium diacritics: φύξιον Low diacritics: φύξιον Capitals: ΦΥΞΙΟΝ
Transliteration A: phýxion Transliteration B: phyxion Transliteration C: fyksion Beta Code: fu/cion

English (LSJ)

τό, f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. φύξιος.

Russian (Dvoretsky)

φύξιον: τό φεύγω убежище Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.

Greek Monotonic

φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φύξιον, ου, τό,
like φύξιμον, a place of refuge, Plut.