κοινωνητέον

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must share in, τινός τινι Pl.R.403b; φιλίας Ph.2.401; ὀνειδῶν Plu.Pomp.44.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κοινωνεῖν, τινός τινι Πλάτ. Πολ. 403Β.

Greek Monotonic

κοινωνητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ.