πρωτόμορος

Revision as of 21:01, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A dying or dead first, A.Pers.568 (sed leg. πρωτόμοιρος metri gr.), dub. in Epigr.Gr.369 (Cotiaeum).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst sterbend, Aesch. Pers. 560.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμορος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων ἢ ἀποθανὼν πρῶτος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 568, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 369.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mort auparavant ou le premier.
Étymologie: πρῶτος, μόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πεθαίνει πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μόρος «θάνατος» (< μείρομαι)].

Greek Monotonic

πρωτόμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε πρώτος, σε Αισχύλ.