contract. de ἤϊα¹ et ἤϊα².
(1) provisions, food, Il. 13.103. (Od.)—(2) gen. ἠίων θημῶνα, heap of chaff, Od. 5.368†.
see ἤια.
ᾖα: τά, συνηρ. από το ἤϊα, τά (βλ.).• ᾖα: συνηρ. αντί ἤϊα, Επικ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).