ᾖα

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

contract. de ἤϊα¹ et ἤϊα².

English (Autenrieth)

(1) provisions, food, Il. 13.103. (Od.)—(2) gen. ἠίων θημῶνα, heap of chaff, Od. 5.368†.

English (Autenrieth)

see ἤια.

Greek Monotonic

ᾖα: τά, συνηρ. από το ἤϊα, τά (βλ.).
• ᾖα: συνηρ. αντί ἤϊα, Επικ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).