Λιμνήσιος

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ, Laker, name of a frog, v.l. in Batr.223.

Greek (Liddell-Scott)

Λιμνήσιος: ὁ, ὁ ἐκ λίμνης, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 221.

Greek Monotonic

Λιμνήσιος: ὁ, αυτός που προέρχεται από λίμνη, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.