παυσάνεμος

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.

Greek (Liddell-Scott)

παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Greek Monotonic

παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.