μελιττουργός

Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

μελιττ-ουργέω, μελιττ-ουργία, Att. for μελισς-.

Greek (Liddell-Scott)

μελιττουργός: -ουργέω, -ουργία, Ἀττ. ἀντὶ μελισσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. μελισσουργός.

Greek Monolingual

μελιττουργός, ὁ (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσουργός.

Greek Monotonic

μελιττουργός: ὁ (*ἔργω), μελισσοκόμος, σε Πλάτ.