ἐμπλήμενος

Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.