ἐμπλήμενος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήμενος: part. aor. pass. к ἐμπίπλημι.

German (Pape)

s. ἐμπίπλημι.