δημοσίᾳ

Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Adv.,

   A v. δημόσιος.

German (Pape)

[Seite 564] (s. δημόσιος), öffentlich, Ggstz ἰδίᾳ, Thuc. 1. 128; Plat. Prot. 524 c. Apol. 33 a u. öfter; gewöhnlich = nach Beschluß des Staats, auf Kosten des Staats; Her. 1, 20; Thuc. 3, 58. 5, 11; ἀποκτιννύναι τινά Plat. Phaed. 58 b; Hipp. mai. 282 b; ἀποθνήσκειν, d. i. durch Henkershand, Xen. Mem. 4, 8, 2; Dem. 45. 81.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσίᾳ: ἐπίρρ., ἴδε δημόσιος.

French (Bailly abrégé)

v. δημόσιος.

Greek Monolingual

βλ. δημόσιος.

Greek Monolingual

η
ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία (ενν. οδός)].

Greek Monotonic

δημοσίᾳ: επίρρ., βλ. δημόσιος.