ἁπαξαπλῶς
German (Pape)
[Seite 279] überhaupt, Luc. Peregr. 3 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαξαπλῶς: ἐπίρρ., ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλῶς, γενικῶς, καθόλου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 428, Λουκ. Περεγρ. 3.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout d’une fois, en général, en un mot.
Étymologie: ἅπαξ, ἁπλῶς.
Spanish (DGE)
adv. en general Hierocl.p.51, PLips.27.29 (II d.C.), S.E.M.7.428, Luc.Peregr.3, Horap.1.54, PN.York 20.14 (IV d.C.), POxy.2729.30 (IV d.C.), SB 11075.14 (V d.C.).
Greek Monotonic
ἁπαξαπλῶς: επίρρ., γενικά, σε γενικές γραμμές, σε Λουκ.