ἄρηρα

Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἀρήρειν, ἀρηρεμένος,

   A v. ἀραρίσκω.

German (Pape)

[Seite 350] perf. zu ἄρω. Davon ἀρηρότως, anschließend, passend, fest.

French (Bailly abrégé)

pf. ion. de ἀραρίσκω.

Spanish (DGE)

ἀρήρασθαιἀρήρεινἀρηρέμενος v. ἀραρίσκω.

Greek Monotonic

ἄρηρα: Μέσ. παρακ. του ἀραρίσκω· ἀρήρειν, υπερσ.