ἄρηρα
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ἀρήρειν, ἀρηρεμένος, v. ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
ἀρήρασθαιἀρήρεινἀρηρέμενος v. ἀραρίσκω.
German (Pape)
[Seite 350] perf. zu ἄρω. Davon ἀρηρότως, anschließend, passend, fest.
French (Bailly abrégé)
pf. ion. de ἀραρίσκω.
Greek Monotonic
ἄρηρα: Μέσ. παρακ. του ἀραρίσκω· ἀρήρειν, υπερσ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρηρα: pf. к ἀραρίσκω.