βιότιον

Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό, Dim. of βίοτος,

   A scant living, Ar.Pl. 1165.

German (Pape)

[Seite 446] τό, dim. von βίοτος, kärglicher Lebensunterhalt, Ar. Plut. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

βιότιον: τό, ὑποκορ. τοῦ βίοτος, ὀλίγον εἰσόδημα, Ἀριστοφ. Πλ. 1165.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vie chétive, petite vie.
Étymologie: βίοτος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
vida económicamente modesta, un pasar οὗτος γὰρ ἐξηύρηκεν αὑτῷ βιότιον éste ya se ha buscado un pasar Ar.Pl.1165.

Greek Monolingual

βιότιον, το (Α) βίοτος ή βιοτή
μικρό εισόδημα.

Greek Monotonic

βιότιον: τό, υποκορ. του βίοτος, ανεπαρκές, πενιχρό εισόδημα, σε Αριστοφ.