βληχώδης

Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ες,

   A bleating, sheepish, Babr.93.5.

German (Pape)

[Seite 449] ες, blökend; übertr., schafig, dumm, Babr. 93, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βληχώδης: -ες, (εἶδος) βελάζων, προβατώδης, εὐήθης, Βάβρ. 93. 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un mouton, càd sot, bête.
Étymologie: βληχάομαι.

Spanish (DGE)

-ες
borreguil, estúpido μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. Const.App.8.40.3, Et.Gen.α 1205.

Greek Monotonic

βληχώδης: -ες (εἶδος), αυτός που βελάζει, προβατώδης, σε Βάβρ.