γεωλοφία

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A hill of earth, Str.5.4.3, AP6.98 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, Erdhügel, Strab. 5, 4, 3; Z on. 2 (VI, 98).

Greek (Liddell-Scott)

γεωλοφία: ἡ, λόφος ἐκ γῆς, ἐκ χώματος, Στράβ. 242, Ἀνθ. Π. 6. 98.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
colline de terre, colline.
Étymologie: γεώλοφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
colina Str.5.4.3, Ps.Dicaearch.2.7, AP 6.98 (Zon.).

Greek Monolingual

γεωλοφία, η (Α) γεώλοφος
χωμάτινος λόφος.

Greek Monotonic

γεωλοφία: ἡ, λόφος από χώμα, από γη, σε Στράβ., Ανθ.