γεωλοφία
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
ἡ, hill of earth, Str.5.4.3, AP6.98 (Zon.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
colina Str.5.4.3, Ps.Dicaearch.2.7, AP 6.98 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 488] ἡ, Erdhügel, Strab. 5, 4, 3; Z on. 2 (VI, 98).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
colline de terre, colline.
Étymologie: γεώλοφος.
Greek (Liddell-Scott)
γεωλοφία: ἡ, λόφος ἐκ γῆς, ἐκ χώματος, Στράβ. 242, Ἀνθ. Π. 6. 98.
Greek Monolingual
γεωλοφία, η (Α) γεώλοφος
χωμάτινος λόφος.
Greek Monotonic
γεωλοφία: ἡ, λόφος από χώμα, από γη, σε Στράβ., Ανθ.