γυροδρόμος

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.

German (Pape)

[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).

Greek (Liddell-Scott)

γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en tournant autour.
Étymologie: γῦρος, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

(γῡροδρόμος) -ον que gira en círculo πέτρος AP 9.20.

Greek Monolingual

γυροδρόμος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος.

Greek Monotonic

γῡροδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.