δᾰμήμεναι,
A v. δαμάζω.
δᾰμείω: δαμήμεναι, ἴδε ἐν λ. δαμάζω.
1ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de δάμνημι.
see δάμνημι.
δᾰμείω: Επικ. αντί δαμῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του δαμάζω.