δαμάζω

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαμάζω Medium diacritics: δαμάζω Low diacritics: δαμάζω Capitals: ΔΑΜΑΖΩ
Transliteration A: damázō Transliteration B: damazō Transliteration C: damazo Beta Code: dama/zw

English (LSJ)

A.Ch.324 (lyr.), etc.: A fut. δαμάσω AP6.329 (Leon.); Ep. δαμάσσω Il.22.176, also δαμᾷ, δαμάᾳ, 1.61, 22.271; 3pl. δαμόωσι 6.368 (v. δαμάω): aor. 1 ἐδάμᾰσα Pi.N.7.90 (part. δαμάσσαις O.9.92), Ep. ἐδάμασσα, δάμασσα, Il.5.191, Od.14.367: pf. δεδάμακα Stob. Flor.Monac.82:—Med., fut. Ep. δαμάσσομαι Il.21.226: aor. ἐδαμάσσατο, δαμάσαντο, δαμασσάμενος, Od.9.516, Il.10.210, Od.9.454; aor. 1 opt. δαμάσαιτο Leg.Gort.2.11: aor. 2 opt. δάμοιτο CIG4000.18 (Iconium):—Pass., fut. 3 δεδμήσομαι h.Ap.543; irreg. δαμοῦμαι PMag.Par.1.2906: aor. ἐδαμάσθην Od.8.231, Pi.O.2.20, A.Pers. 279 (lyr.), E.Ph.563; Ep. δαμάσθην Il.19.9, cf. 16.816; ἐδμήθην, imper. δμηθήτω 9.158, δμηθείς 4.99, Hes.Th.1000, Dor. δμᾱθείς A. Pers.907 (lyr.), E. (lyr., v. infr.), Cerc.7.1: ἐδάμην [ᾰ] Il.13.812, Parm.7.1, etc.; Ep. δάμην Od.3.90; 3pl. δάμεν Il.8.344; Ep. subj. δαμείω Od.18.54, 2 and 3sg. δαμήῃς -ήῃ Il.3.436, 22.246, 2pl. δαμήετε 7.72; opt. δαμείην Il.3.301, E.Med.648; inf. δαμῆναι Il.15.522, A.Ch.368 (lyr.), S.Ph.200, Ep. inf. δᾰμήμεναι Il.20.312; part. δαμείς 22.40, Sapph.90, etc. (only form of aor. used by S., and preferred by A. and E.): pf. δέδμημαι Il.5.878, etc., -ημένος 14.482, etc.; later δεδαμασμένος Nic.Al.29, Epigr.Gr.550.9: plpf. δέδμητο Od.3.305; 3pl. -ήατο Il.3.183.—Poet. Verb, used by X. in pres. part. δαμάζων Mem.4.3.10: aor. Pass. δαμασθεῖεν ib.4.1.3; also inf. δαμασθῆναι is f.l. in Isoc.7.4:—overpower:
I of animals, tame, break in, twice in Hom., in Med., ἡμίονον… ἥτ' ἀλγίστη δαμάσασθαι Il.23.655; τῶν κέν τιν'… δαμασαίμην Od.4.637:—later in Act., X.Mem.4.3.10:—Pass., ib.4.1.3.
2 of metals, work, σίδαρον E.Alc.980 (lyr.); of land, clear, PSI4.316 (iv(?) A.D.).
II of maidens, make subject to a husband, ἀνδρὶ δάμασσεν Il.18.432:—Med., force, seduce, Leg.Gort. l.c.:—Pass., Il.3.301, Od.3.269.
III subdue, conquer, Od.9.59, al.; βίῃ καὶ χερσὶ δ. Hes.Th.490:—Pass., to be subject to another, σοί τ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος Il.5.878; δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ Od.3.305.
b of the gods, bring low, Il.9.118, 16.845, al.
c subdue, gain the mastery over, ἐπιθυμίαν Stob.l.c.
2 lay low, kill, especially in fight, εἴ χ' ὑπ' ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας Od.21.213:—Pass., ὑπ' ἐμοὶ δμηθέντα Il.5.646; ὑπὸ δουρὶ δαμέντα ib.653.
3 of the powers of nature, etc., overcome, overpower, ἔρος… θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν… ἐδάμασσεν 14.316:—Med., δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ Od.9.454, cf. 516:—Pass., to be overcome, αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον 14.318; μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Il.10.2; ὕπνῳ καὶ φιλότητι δαμείς 14.353; ἁλὶ δέδμητο φίλον κῆρ Od.5.454, cf. 8.231; δμαθέντες dead, E.Alc.127 (lyr.).
IV ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ win it, Pi.P.8.80.
V οὐ μήποτε τοῦτο δαμῇ, εἶναι μὴ ἐόντα it shall never be proved that... Parm.7.1. (δᾰμᾰ-: δμη- underlies δάμνημι, ἐδάμα(σ)σα, δέδμημαι; δαμάζω is a post-Homeric form of pres.; cf. Skt. dā́myati 'to be tamed', damitar- 'tamer', etc.)

Spanish (DGE)

(δᾰμάζω) • Alolema(s): δᾰμάσδω Theoc.4.55
• Morfología: para los temas de fut., aor. y perf. v. δάμνημι
1 c. compl. de anim. domar, domesticar δαμάζοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων X.Mem.4.3.10, cf. en v. pas. Ep.Iac.3.7.
2 conquistar, someter χθόνα Θεσσαλῶν ἱππείαις ἐδάμαζον (los centauros) sometían con sus cabalgadas la tierra de los tesalios E.HF 374, en v. pas. A.Th.338, 765, Pers.279
gener. someter, doblegar, domeñar c. suj. de cosa o abstr. φρόνημα τοῦ θανόντος οὐ δαμάζει πυρὸς μαλερὰ γνάθος la violenta mandíbula del fuego no devora el alma del muerto A.Ch.324, ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα, καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει qué pequeño es el golpe (de una espina), y a qué hombre tan grande somete Theoc.l.c.
del hierro que doblega todas las cosas, LXX Da.2.40
en v. med. τίς αὐτὴν πημονὴ δαμάζεται; ¿qué dolor la aflige? E.Fr.682
c. compl. de cosa δαμάζεις ... βίᾳ σίδαρον forjas el hierro por la fuerza E.Alc.980, cóm. τὰ σώματος μέρη δαμάζετ' ἐν πυρικτίτοισι γᾶς sometes los trozos de cuerpo a las estructuras ígneas de tierra, e.e. cocinas, guisas Anaxandr.6, τὴν γλῶσσαν Ep.Iac.3.8.
• Etimología: Cf. δάμνημι.

German (Pape)

[Seite 520] = δαμάω, im praes. nachhomerisch, z. B. Aesch. Ch. 321; Xen. Mem. 4, 3, 10; dor. δαμάσδει Theocr. 4, 55; Pind. P. 11, 24; δαμάζεται Anaxand. Ath. X, 455 f. u. VI, 227 c (v. 15); s. δαμάω.

French (Bailly abrégé)

f. δαμάσω, ao. ἐδάμασα, pf. δεδάμακα;
Pass. ao. ἐδαμάσθην, pf. δεδάμασμαι;
dompter, d'où
1 au propre soumettre au joug, domestiquer;
2 p. anal. soumettre (une jeune fille) au joug du mariage (cf. δάμαρ) : ἀνδρὶ δαμάζειν IL soumettre (Thétis) à la puissance d'un époux qui n'est pas un dieu;
3 soumettre par la force des armes, soumettre, vaincre : Ἀχαιοὺς δαμάζειν OD vaincre les Grecs ; τινί τινα δ. soumettre ou frapper qqn au profit d'un autre ; τινα θυμὸν δαμάζειν IL dompter le cœur de qqn en parl. de l'amour;
4 p. ext. tuer, faire périr : τινα qqn ; τινα χερσί τινος IL faire périr qqn par la main d'un autre;
Moy. δαμάζομαι (f. δαμάσομαι, ao. ἐδαμασάμην) :
1 soumettre au joug;
2 p. ext. dompter, soumettre, vaincre : δαμάζεσθαι φρένας οἴνῳ OD dompter ou vaincre la raison de qqn par l'ivresse;
3 tuer, faire périr.
Étymologie: R. Δαμ, dompter ; cf. lat. domare ; v. δαμάω, δαμνάω et δάμνημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμάζω, Dor. δαμάσδω [~ δάμνημι] poët.; aor. ἐδάμασα; aor. pass. ἐδαμάσθην, perf. med.-pass. δεδάμασμαι; fut. δαμάσω, ep. 3 sing. δαμᾷ en δαμάᾳ, 3 plur. δαμόωσι, zie ook δάμνημι temmen:. δαμάζοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων de nuttige beesten temmend Xen. Mem. 4.3.10. overwinnen, bedwingen, overweldigen:. χθόνα Θεσσαλῶν ἱππείαις ἐδάμαζον zij onderwierpen het land der Thessaliërs door hun bedrevenheid te paard Eur. HF 374; δαμάζεις σὺ βίᾳ σίδαρον u overwint met uw kracht het ijzer Eur. Alc. 980; τὸ τύμμα... ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει de wond: welk een groot man velt hij! Theocr. 4.55.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμάζω: δᾰμάω, δαμνάω и δάμνημι, эол. δᾰμάσδω тж. med.
1 приучать к ярму, приручать, укрощать (φῦλα πόντου χθονίων τε παιδεύματα Eur.); (о лошадях и др.) объезжать (ψαλίοις πώλους Eur.; ἵππους ἐκ νέων Xen.; med. ἡμιόνους Hom.; ἵπποι δαμαζόμενοι Plut.): ἄλγιστος δαμάσασθαι Hom. крайне трудно приручающийся, строптивый;
2 подчинять, одолевать, смирять (Ἀχαιούς, θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι Hom.; βίῃ καὶ χερσί Hes.): δ. τινά τινι и ὑπὸ σκήπτρῳ τινί Hom. покорить кого-л. кому-л.;
3 подавлять, лишать силы (ἀσκήσει τὸ ἄλογον Plut.): αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένος Hom. изнемогший от холода и усталости; ὕπνῳ δεδμημένος Hes. объятый сном; δαμάσσαι τινὰ (med. φρένας) οἴνῳ Hom. опоить кого-л. вином; σῷ ἐδάμην πόθῳ Arph. я истомился по тебе;
4 насильно отдавать в жены, выдавать замуж (ἀνδρί, sc. θεάν Hom.);
5 уничтожать, разбивать (βίᾳ τὸν σίδαρον Eur.);
6 поражать насмерть, убивать (δουρὶ δαμασθείς Hom.): δ. τινά τινι и τινὰ χερσί τινος Hom. погубить кого-л. чьими-л. руками; οὐκ εἴα Ἀπόλλων (Πουλυδάμαντα) δαμῆναι Hom. Аполлон не допустил, чтобы Полидамант погиб; ἐπειδὴ τόνγε δαμάσσεται ὀϊστός Hom. после того, как сразила его стрела; δέδοικα μὴ πόλις δαμασθῇ Aesch. боюсь, как бы не пал город (Фивы): δμαθέντες Eur. погибшие, умершие; δάμναμαι Aesch. я гибну; θανάτῳ πάρος δαμείην Eur. да постигнет раньше меня смерть.

English (Autenrieth)

see δάμνημι.

English (Slater)

δᾰμάζω (act. ἐδάμᾰσας, δάμασσας, δάμᾰσε(ν), ἐδάμασσε; δαμάσσαις: med. aor. ἐδαμάσσατο: pass. δαμαζομέναν: aor. δαμασθέντες, δαμασθέν; (from δάμναμι) δμᾶθεν; δᾰμείς, -έντα, -έντες, δᾰμεῖσα)
1 conquer, master, overcome
a φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις διήρχετο κύκλον (O. 9.92) δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ (O. 10.30) οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον (P. 1.73) δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα (sc. Κορωνίς) (P. 3.9) δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (P. 8.17) δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους (N. 3.23) Γίγαντας ὃς ἐδάμασας sc. Herakles (N. 7.90) met., Ἀγλαοτρίαιναν δαμέντα φρένας ἱμέρῳ (O. 1.41) πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν (O. 2.20) ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἷκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. overcome by the effects of wine fr. 124. 11. med., δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν (P. 3.35)
b in special usages.
I master (horses) ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους (P. 2.8)
II seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν (sc. Κλυταιμήστραν) ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (P. 11.24)
III establish one's mastery in c. acc. Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)
IV subdue, repress cf. δαμασίφρων ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (sc. Κλέανδρος: loc. susp., v. χειά: others translate ἥβαν as young men and δάμασεν as overcame) (I. 8.70)

English (Strong)

a variation of an obsolete primary of the same meaning; to tame: tame.

English (Thayer)

1st aorist ἐδάμασα; passive (present δαμάζομαι; perfect δεδάμασμαι; (akin to Latin domo, dominus, Goth. gatamjan; English tame; cf. Curtius, § 260); common from Homer down; to tame: to restrain, curb, τήν γλῶσσαν, James 3:8.

Greek Monolingual

(AM δαμάζω)
1. κατανικώ, καταβάλλω
2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω
μσν.- νεοελλ.
1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω
2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω
νεοελλ.
1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τον αναγκάζω να περιορίσει κακές συνήθειες
2. σιτεύω («το κρέας δεν δάμασε ακόμα»)
αρχ.-μσν.
1. ταλαιπωρώ, βασανίζω («ὁ χωρισμὸς... δαμάζει τὰς καρδίας»)
2. καταστρέφω, εξολοθρεύω
3. καταπραΰνω
αρχ.
1. (για παρθένο) την κάνω να υποταχθεί σε άνδρα
2. παθ. (για γυναίκα) βιάζομαι
3. παθ. υποτάσσομαι, υποδουλώνομαι
4. σκοτώνω
5. (για μέταλλα) επεξεργάζομαι
6. φρ. α) «ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ» — να κερδίσει κάποιος τον αγώνα (Πίνδ.)
β) «οἱ δμηθέντες» — οι νεκροί (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαμάζω προήλθε από τη δισύλλαβη ρ. δαμα- (πρβλ. δαμάσαι) που σε άλλη βαθμίδα απαντά και στο ρ. δάμνημι].

Greek Monotonic

δαμάζω: (√ΔΑΜ), μέλ. δαμάσω, Επικ. γʹ ενικ. δαμάσσει, επίσης δαμᾷ, δαμάᾳ, γʹ πληθ. δαμόωσι, αόρ. αʹ ἐδάμᾰσα, Επικ. ἐδάμασσα, δάμασσα, προστ. δάμασον, -ασσον, γʹ ενικ. υποτ. δαμάσῃ, -άσσῃ· μτχ. δαμάσας, -άσσας· — Μέσ. Επικ. μέλ. δαμάσσομαι, γʹ ενικ. αορ. αʹ ἐδαμάσσατο, μτχ. δαμασσάμενος — Παθ. μέλ. δεδμήσομαι· ο αόρ. έχει τρεις τύπους: α) ἐδαμάσθην, Επικ. δαμάσθην· β) ἐδμήθην, γʹ ενικ. προστ. δμηθήτω, μτχ. δμηθείς, Δωρ. δμᾱθείς(;γ) ἐδάμην [ᾰ], Επικ. δάμην, γʹ πληθ. δάμεν· Επικ. υποτ. δαμείω, βʹ και γʹ ενικ. δαμήῃς, -ήῃ, βʹ πληθ. δαμείετε, ευκτ. δαμείην, απαρ. δαμῆναι, Επικ. δᾰμήμεναι, μτχ. δαμείς, παρακ. δέδμημαι, Επικ., γʹ πληθ. υπερσ. δεδμήατο· εξημερώνω, τιθασεύω, εξουδετερώνω, ακινητοποιώ·
I. λέγεται για ζώα, εξημερώνω, δαμάζω, φέρνω κάτω από το ζυγό, τιθασεύω, υποτάσσω· — Μέσ., κάνω το ίδιο για τον εαυτό μου, σε Όμηρ., Ξεν.
II. λέγεται για παρθένες, υποτάσσομαι σε έναν σύζυγο, σε Ομήρ. Ιλ.· — Παθ., εξαναγκάζομαι ή παραπλανώμαι, σε Όμηρ.
III. 1. υποδουλώνω ή κατακτώ, στον ίδ. — Παθ., είμαι υπόδουλος σε κάποιον άλλο, στον ίδ.· (από όπου δμώς, δμωή).
2. πλήττω θανατηφόρα, σκοτώνω, σε Ομήρ. Οδ.
3. λέγεται για το κρασί και άλλα παρόμοια, υπερνικώ, κατανικώ, εξουδετερώνω, σε Όμηρ.· — Παθ., καταβάλλομαι, νικιέμαι, δεδμημένοι ὕπνῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ δμαθέντες, οι νεκροί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δαμάζω: Αἰσχύλ. Χο. 324 (ἴδε ἐν λ. δαμνάω, δάμνημι)· μέλλ. δαμάσω Ἀνθ. Π. 6. 329· Ἐπ. δαμάσσει Ἰλ. Χ. 176, ὡσαύτως δαμᾷ, δαμάᾳ Α. 61., Χ. 271, γʹ πληθ. δαμόωσι Ζ. 368 (ἴδε δαμάω)· ‒ ἀόρ. αʹ ἐδάμᾰσα Πίνδ., Ἐπ. ἐδάμασσα, δάμασσα Ὅμ.· προστακτ. δάμασον, -ασσον Ὅμ.· ὑποτακτ. δαμάσῃ, Ἐπ. -άσσῃ, ἀμφότερα παρ᾿ Ὁμ.· μετοχ. δαμάσας Εὐρ., Ἐπ. -άσσας Ὀδ., Δωρ. -άσσαις Πίνδ. Ο. 9. 139· πρκμ. δεδάμακα Στοβ.‒ Μέσ., μέλλ. Ἐπ. δαμάσσομαι Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαμάσσατο, δαμάσαντο, δαμασσάμενος, Ὅμ.· ἀόρ. βʹ εὐκτ. δάμοιτο Συλλ. Ἐπιγρ. 4000. 18. ‒ Παθ., μέλλ. δεδμήσομαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 543 (ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Χρ. Σιβυλ. 3. 384)· ‒ ὁ ἀόρ. ἔχει τρεῖς τύπους, 1) ἐδαμάσθην Ὀδ. Θ. 231, Πινδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ., Ἐπ. δαμάσθην Ἰλ. Τ. 9, πρβλ. Π. 816· 2) ἐδμήθην, προστ. δμηθήτω Ι. 158, δμηθεὶς Δ. 99, Ἡσ., Δωρ. δμᾱθεὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 906 καὶ Εὐρ. (ἐν τοῖς λυρ.)· καὶ 3) ἐδάμην [ᾰ] Ἰλ., Τραγ., Ἐπ. δάμην Ὅμ., γʹ πληθ. δάμεν Ἰλ. Θ. 344· Ἐπ. ὑποτακτ. δαμείω Ὀδ. Σ. 54, βʹ καὶ γʹ ἑν. δαμήῃς -ήῃ Ἰλ. Γ. 436., Χ. 246, βʹ πληθ. δαμείετε Η. 72· εὐκτ. δαμείην Ἰλ., Εὐρ.· ἀπαρ. δαμῆναι Ὅμ., Τραγ., Ἐπ. ἀπαρέμφ. δᾰμήμεναι Ἰλ. Υ. 312· μετοχ. δαμεὶς Ὅμ., Τραγ. (οὗτος εἶναιμόνος τύπος τοῦ ἀορ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ., καὶ αὐτὸν προτιμῶσι καὶ οἱ Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.)· ‒ πρκμ. δέδμημαι Ἰλ. Ε. 878, κτλ., -ημένος Ἰλ., κτλ.· μεταγεν. δεδαμασμένος Νίκ. Ἀλ. 29· ὑπερσυντ. δέδμητο Ὀδ.· γʹ πληθ. -ήατο Ἰλ. Γ. 183. ‒ Ρῆμα ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. ἐν τῇ μετοχ. ἐνεστ. δαμάζων, Ἀπομν. 4. 3, 10· παθ. ἀόρ. δαμασθεῖεν αὐτ. 4. 1, 3· οὕτω, δαμασθῆναι Ἰσοκρ. 148C. (Ἐκ τῆς √ΔΑΜ παράγονται καὶ τὰ δάμαρ, δάμαλις, δμώς, ἀδμής· πρβλ. Σανσκρ. dam-yâmi, dam-itas, dam-anas· Λατ. dom-o, dom-itus, dom-itor, πρβλ. ὡσαύτως καὶ τὸ domi-nus· Γοτθ. ga-tam-jan (δαμᾶν)· Παλαιο-Σκανδ. tem-ia, Ἀγγλο-Σαξ. tam-ian (Ἀγγλ. to tame, ἡμερώνω)· Παλαιο-Γερμ. zam-ôn (zähmen)· ‒ τὸ δμὼς ἔχει πρὸς το dominus ὡς τὸ χέρης πρὸς τὸ herus, Κούρτ.) Κατανικῶ, ὑπερισχύω, καταβάλλω, Ι. ἐπὶ ζῴων, ἡμερώνω, τιθασεύω, φέρω εἰς ὑποταγήν, ὑποβάλλω, ὑποβάλλω εἰς τὸν ζυγόν, μόνον δὶς παρ᾿ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἡμίονον …, ἥτ᾿ ἀλγίστη δαμάσασθαι Ἰλ. Ψ. 655· τῶν κέν τιν᾿ … δαμασαίμην Ὀδ. Δ. 637· ‒ οὕτω παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 3, καὶ Πλουτ. ΙΙ. ἐπὶ παρθένων, κάμνω αὐτὴν νὰ ὑποταχθῇ εἰς ἄνδρα, ἀνδρὶ δάμασσεν Ἰλ. Σ. 432· ἀλλ᾿ ἐν τῷ παθ., βιάζομαι, ἐξαπατῶμαι, ἀπάγομαι, Γ. 301, Ὀδ. Γ. 269· μάλιστα κατ᾿ ἀρχὰς οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὸν γάμον, πρβλ. δάμαρ. ΙΙΙ. ὑποτάσσω ἢ νικῶ· αὕτη δὲ εἶναι ἡ συνηθεστάτη σημασία παρ᾿ Ὁμ.· ἐντεῦθεν (ἀφοῦ κατὰ τὴν ἡρωϊκὴν ἐποχὴν ἡ ὑποταγὴ καὶ ὑποδούλωσις εἵπετο μετὰ τὴν ἧτταν) ἐν τῷ παθ. = ὑποτάσσομαι, εἶμαι ὑπόδουλος εἴς τινα, σοί τ᾿ ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος Ἰλ. Ε. 878· δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾿ αὐτῷ Ὀδ. Γ. 304 (ἐντεῦθεν δμώς, δοῦλος). 2) πλήττων φονεύω, ἀποκτείνω, ἰδίως ἐν μάχῃ, εἴ χ᾿ ὑπ᾿ ἔμοιγε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας Φ. 213· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑπ᾿ ἐμοὶ δμηθέντα Ἰλ. Ε. 646· ὑπὸ δουρὶ δαμέντα αὐτ. 653. 3) ἐπὶ τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως, κτλ., νικῶ, καταβάλλω, ἔρος … θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι…ἐδάμασσεν Ξ. 316· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ Ὀδ. Ι. 454, πρβλ. 516· καὶ ἐν τῷ παθ. = καταβάλλομαι, νικῶμαι, αἴθρω καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ξ. 318· μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Ἰλ. Κ. 2, πρβλ. Ξ. 353· ἁλὶ δέδμητο φίλον ἦτορ Ὀδ. Ε. 454, πρβλ. Θ. 231· οἱ δμαθέντες, οἱ νεκροί, Εὐρ. Ἀλκ. 127· ‒ ἴδε ἐν λ. χειά. ΙV. Ὁ Πίνδ. λέγει, ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ, νὰ κερδήσῃ τις, Π. 8. 116.

Frisk Etymological English

See also: s. δάμνημι.

Middle Liddell

[Root !δαμ]
to overpower:
I. of animals, to tame, break in, to bring under the yoke: Mid. to do so for oneself, Hom., Xen.
II. of maidens, to make subject to a husband, Il.: Pass. to be forced or seduced, Hom.
III. to subdue or conquer, Hom.: Pass. to be subject to another, Hom.: (hence δμώς, δμωή).
2. to strike dead, kill, Od.
3. of wine and the like, to overcome, overpower, Hom.: Pass. to be overcome, δεδμημένοι ὕπνωι Il.; οἱ δμαθέντες the dead, Eur.

Frisk Etymology German

δαμάζω: {damázō}
See also: s. δάμνημι.
Page 1,345

Chinese

原文音譯:dam£zw 打馬索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:使馴服
字義溯源:制伏^,馴服,征服,駕馭。馬可福音五章記載一個被污鬼附著的人,鐵鏈也不能捆住他,沒有人能制伏他。然而主耶穌用一句話,就吩咐那污鬼出來。雅各在他的書信中說到,世上各物都可制伏,惟獨舌頭沒有人能制伏( 雅3:8)。主耶穌說,你們的話,是,就說是;不是,就說下是;若再多說,就是出於那惡者( 太5:37)。照這話看來,該被制伏的,不是舌頭,乃是那惡者
出現次數:總共(4);可(1);雅(3)
譯字彙編
1) 制伏(2) 可5:4; 雅3:8;
2) 制伏了(1) 雅3:7;
3) 是可以制伏的(1) 雅3:7

Mantoulidis Etymological

(=τιθασεύω, ἡμερώνω, ὑποτάσσω). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → δαμάζω.
Παράγωγα:δαμάλης (=μοσχαράκι), ἡ δάμαλις, ἡ δάμαρ (=σύζυγος), πανδαμάτωρ (=πού δαμάζει τά πάντα), δάμασις, δαμασμός, δαμαστής, δαμαστέος, ἀδάμαστος, ἡ δμῆσις, δμητήρ, δμωή (=δούλα ἀπό αἰχμαλωσία), ὁ δμώς (=δοῦλος αἰχμάλωτος), ἀδμής -ῆτος (=ἀδάμαστος, ἀνύπαντρος), ἄδμητος (=ἀδάμαστος), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας.