διοίσω

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

διοίσομαι,

   A v. διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.