διοίσομαι,
A v. διαφέρω.
διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.
f. de διαφέρω.
διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.