διαφέρω
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
A fut. διοίσω S.OT321, διοίσομαι h.Merc.255, etc.: aor. 1 διήνεγκα, Ion. διήνεικα: aor. 2 διήνεγκον:—carry over or carry across, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμόν Th.8.8; carry from one to another, διαφέρεις κηρύγματα E.Supp.382; [τὸ ἤλεκτρον] διαφέρεται εἰς τοὺς Ἕλληνας Arist. Mir.836b6: metaph., γλῶσσαν διοίσει will put the tongue in motion, will speak, S.Tr.323 codd.
2 of time, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, go through life, Hdt.3.40, E.Hel.[10]; νύκτα Id.Rh.600: abs., ἄπαις διοίσει ib.982:—Med., live, continue, ὑγιηροὶ τἄλλα διαφέρονται Hp. Art.56; σοῦ διοίσεται μόνος will pass his life apart from thee, S.Aj. 511; σκοπούμενος διοίσει X.Mem.2.1.24 (cj. Dind. for διέσῃ).
3 bear through, bear to the end, σκῆπτρα E.IA1195; γαστρὸς ὄγκον δ., of a woman, Id.Ion15, cf. X.Mem.2.2.5: hence,
4 bear to the end, go through with, πόλεμον Hdt.1.25, Th.1.11; but also, bear the burden of war, Id.6.54; endure, support, with an Adv., ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμόν S.OT321; δ. πότμον δάκρυσι E.Hipp.1143 (lyr.): abs., of patients in disease, δ. ἕως τῶν εἰκοσιτεσσάρων ἡμερέων Hp.Int.40; δ. φθειρόμενος ib.12 (also ἡ νοῦσος δ. ἐννέα ἔτεα ibid.).
II carry different ways, Ar.Lys.570, etc.; δ. ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας X.Oec.9.8; toss about, ὅπλισμα… διαφέρων ἐσφενδόνα E.Supp.715; διαφέρω τὰς κόρας to turn the eyes about, Id.Ba. 1087. Or. 1261 (lyr.):—Pass., to be drawn apart, be disrupted, opp. συμφέρεσθαι, Heraclit.10, Pl.Sph.242e, Epicur.Nat.908.2; to be tossed about, dub. in Str.3.2.5; δ. ἐν τῷ Ἀδρίᾳ Act.Ap.27.27, cf. Plu.Galb.26.
2 δ. τινά spread his fame abroad, Pi.P.11.60; εἰς ἅπαντας τὴν ἐκείνου μνήμην δ. D.61.46:—Pass., φήμη διηνέχθη Plu.2.163c.
3 tear asunder, E.Ba.754; disjoin, Arist.Po.1451a34 (Pass.): metaph., distract, τὰς ψυχὰς φροντίσιν Plu.2.133d, cf. 97f (Pass.), D.Chr.32.46 (Pass.).
4 διαφέρω τὴν ψῆφον give one's vote a different way, i.e. against another, Hdt.4.138, etc.; but also, give each man his vote, E.Or.49, Th.4.74, X.Smp.5.8.
5 ἐράνους δ., = διαλύεσθαι, pay them up, discharge them, Lycurg.22.
6 defer, reserve for judgement, τὸν αἴτιον A.Ch.68 (lyr., διασπαράσσει Sch.).
7 plunder, Herod.7.90:—Pass., τῶν ἀπὸ [τῆς οἰκίας] φορτίων διενηνεγμένων PLond.1.45.9 (ii B.C.).
8 excel, ἀρετῇ τοὺς ἄλλους D.S.11.67, cf. 2.5; καλλιτεκνίᾳ πάσας γυναῖκας Stud.Pont.3.123 (Amasia).
III intr., differ, φυᾷ δ. Pi.N.7.54; ἆρ' οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; is it one's parents or nurture that make the difference? E.Hec.599: c. gen., to be different from, Id.Or.251, Th.5.86, etc.; οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν Ar.Nu.503, cf. Pl.Prt. 329d; τὸ δ'… ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ' ὅτι τοῦ κόπτειν διαφέρει; D.21.147; δ. τὰς μορφάς Arist.HA 497b15; δ. εἴς τι, ἔν τινι, X.Hier.1.2,7; παρὰ τὴν Βεβρυκίαν App.Mith. 1; καθ' ὑπεροχὴν καὶ ἕλλειψιν Arist.HA486a22; κατὰ τὴν θέσιν Id.Mete.341b24; πρός τι Id.HA505a21; τίνι δ. τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν… θεωρείσθω Id.PA684b3: c. inf., μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὑχὶ πρόβατα εἶναι δ. Luc.Alex.15: with Art., τρεῖς μόναι ψῆφοι διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι three votes made the difference (i.e. majority) against capital punishment, D.23.167; also διαφέρει τὸ ἥμισυ τοῦ ἔργου makes a difference equal to half the effort expended, X.Oec.20.17.
2 impers., διαφέρει it makes a difference, πλεῖστον δ. Hp.Aph.5.22; βραχὺ δ. τοῖς θανοῦσιν εἰ… E.Tr.1248, etc.; οὐδὲν δ. it makes no odds, Pl.Phd. 89c, cf. Men.Epit.193; σμικρὸν οἴει διαφέρειν; Pl.R. 467c: c. dat. pers., δ. μοι it makes a difference to me, Antipho 5.13, Pl.Prt. 316b, etc.; ἰδίᾳ τι αὐτῷ δ. he has some private interest at stake, Th.3.42; εἰ ὑμῖν μή τι δ. if you see no objection, Pl.La.187d; τί δέ σοι τοῦτο δ. εἴτε… εἴτε μή; Id.R.349a, cf. Grg.497b, etc.: c. inf., οὐδέ τί οἱ διέφερεν ἀποθανεῖν Hdt.1.85: with personal constr., πράγματά τινι διαφέροντα Plu.Caes.65; to be of importance, πρός or εἴς τι, Gal.15.420,428; τῷ ζῴῳ Id.UP9.5.
3 τὸ διαφέρον = the difference, the odds, Pl.Phlb. 45d; = τὸ συμφέρον Antiph.31; περὶ μεγίστων δὴ τῶν διαφερόντων βουλεύεσθαι Th.6.92, cf. Lys.31.5, Is.4.12; τὰ ἀναγκαιότερα τῷ ταμιείῳ δ. vital interests, PThead.15.17 (iii A.D.); τὸ διαφέρον μέρος τῶν ἀποφάσεων the essential part, POxy.1204.11 (iii A.D.); τὰ διαφέροντα = vital matters, Ep.Rom.2.18; ἐπιστάμενος τὰ διαφέροντα παραβαίνειν τολμᾷ And. 3.19 (but τὰ διαφέροντα also simply, points of difference, in character and the like, Th.1.70, etc.).
4 to be different from a person: generally, in point of excess, surpass, excel him (cf. supr. 11.8), τινός v.l. for -όντως in Th.3.39; τινί in a thing, Id.2.39, Alex.36.6; ἔν τινι Isoc.3.39; εἴς τι Pl.Ap.35b; κατὰ μέγεθος X.Lac.1.10; πρός τι Aeschin.1.181: c. inf., δ. τινὸς μεταβιβάζειν τινά Pl.Grg. 517b: sometimes followed by ἤ, πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ.. it was far better.. than... X.An.3.4.33, cf. Mem.3.11.14, Vect.4.25 (where it means to differ in point of diminution); also δ. μέγα τι παρὰ τὰς ἄλλας πόλεις Plb.10.27.5: abs., excel, ἐπί τινι Isoc.10.12; τάχει Jul.Or.2.53c; οἱ τόποι διαφέρουσι Thphr. CP 5.14.9; διαφέρον τι πεπραχέναι a remarkable achievement, Plb.6.39.2.
5 prevail, ἐπὶ πολὺ διήνεγκε Th.3.83.
6 quarrel, struggle, Telecl.20; οἱ διαφέροντες the parties, litigants, PPar.69B10 (iii A.D.).
7 come between, intervene, ὁ διαφέρων χρόνος Antipho 5.94.
8 belong to, τινί, as property, Ph.1.207, PLond. 3.940.23 (iii A.D.); of persons, belong to a household, PStrassb.26.5 (iv A.D.); οἱ διαφέροντες kinsfolk, Annuario 4/5.476 (Bargylia); appertain to, τῇ ὠνῇ BGU1062.21 (iii A.D.); τὰ εἰς τοῦτο διαφέροντα πράγματα Mitteis Chr.372v3 (ii A.D.).
IV Med. and Pass., be at variance, quarrel, τινί Heraclit.72, cf. Amphis32, etc.; περί τινος Hdt.1.173, Pl. Euthyphr. 7b; δ. ἀλλήλοις differ with, ibid., cf. Antipho 5.42; τινὶ περί τινος Th.5.31, cf. X.Oec.17.4; πρὸς ἀλλήλους Lys.18.17, cf. Hyp.Oxy.1607 Fr.1 iii 60, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους Supp.Epigr. 1.363.5 (Samos, iii B.C.); ἀμφί τινος X.An.4.5.17; διενεχθέντας γνώμῃ Hdt.7.220; δ. ὡς.. maintain on the contrary that... D.56.46; οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, Id.9.8; μηδὲν διὰ τοῦτο διαφέρου let there be no dispute on this ground, Lys.10.17; οἱ διαφερόμενοι the litigants, SIG685.29 (Crete, ii B.C.).—Not in Ep.
Spanish (DGE)
A tr.
I sin implicar mov.
1 superar οὐ δὲ ἐξελέγξει σε χρυσός, ἀλλὰ διοίσεις αὐτόν Alcm.5.2.1.9, c. dat. instrum. de limitación ἀρετῇ καὶ στρατηγίᾳ πολὺ τοὺς ἄλλους διενέγκας D.S.11.67, αὐτῆς ... τῷ κάλλει πολὺ τὰς ἄλλας παρθένους διαφερούσης D.S.2.5, τῇ ... συνβίῳ ... καλλιτεκνίᾳ διενενκούσῃ πάσας γυναίκας IGPA 123.4 (Amasia III d.C.).
2 temp. pasar διαφέρειν τὸν αἰῶνα ἐναλλὰξ πρήσσων pasar la vida con éxito alternativo Hdt.3.40, θεοὺς σέβων βίον διήνεγκ' E.Hel.10, εἰ διοίσει νύκτα τήνδ' E.Rh.600.
II indic. mov. unidireccional
1 c. suj. de pers. y ac. de lugar llevar, transportar a través de διαφέρειν δὲ τὸν ἰσθμὸν τὰς ἡμισείας τῶν νεῶν Th.8.8, c. giro prep. (Ῥέβιλον) διοίσων ἐς Σικελίαν App.BC 4.48, ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ ἱεροῦ Eu.Marc.11.16.
2 llevar hasta el fin γαστρὸς ... ὄγκον el peso de su vientre e.e. el embarazo E.Io 15, cf. X.Mem.2.2.5, διενεγκεῖν καὶ ἐκθρέψαι τὸ παιδίον ἐν τῇσι μήτρῃσι Hp.Mul.1.25, πόλεμον διενείκας Hdt.1.25, cf. Th.1.11
•de ahí, fig. soportar τοὺς πολέμους Th.6.54, τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμόν S.OT 321, διοίσω πότμον ἄποτμον soportaré un destino infortunado E.Hipp.1143.
3 en un continuo meter τὸ ἄκρον διήνεγκε κάτω τοῦ ὀμφαλοῦ Hp.Epid.5.21, διὰ μεγίστης φλογὸς τὰς χεῖρας Gal.7.8, el hilo o la lana λέγοις δ' ἂν διάγειν τὴν κρόκην, διαφέρειν meter, pasar la lanzadera Poll.7.35.
4 διαφέρειν ψῆφον emitir el voto en uno u otro sentido hόστις δὲ δαιθμὸν ἐνφέροι ἒ ψᾶφον διαφέροι ἐν πρείγᾳ ... αὐτὸς μὲν Ϝερρέτο ... ἄματα πάντα aquel que introduzca una propuesta de reparto (de tierras) o le conceda su voto en la asamblea sea maldito por siempre, IG 92(1).609.10 (Naupacto VI/V a.C.), ἦσαν δὲ οὗτοι οἱ διαφέροντές τε τὴν ψῆφον Hdt.4.138, ἡμέρα, ἐν ᾗ διοίσει ψῆφον Ἀργείων πόλις E.Or.49, cf. Th.4.74, X.Smp.5.8, en v. pas. περὶ τούτου ψήφου διενεχθείσης ἐγένοντο πᾶσαι λευκαί SEG 24.614.25 (Macedonia II d.C.).
III indic. mov. en varias direcc.
1 llevar en todas direcciones, difundir διαφέρων κηρύγματα E.Supp.382
•distribuir un pago de cuotas entre distintas asociaciones ἀπὸ τούτου (τοῦ ταλέντου) προσέταξε ... ἀποδοῦναι τὰ ὀφειλόμενα καὶ τοὺς ἐράνους διενεγκεῖν Lycurg.22, τὰ φάρμακα ὅδε (ὁ στόμαχος) τοῖσι εἴσω διαφέρει Aret.CD 1.13.1
•c. εἰς y ac. extender, difundir entre ὥστ' εἰς ἅπαντας τὴν ἐκαίνου μνήμην διενεγκεῖν D.61.46, εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας ἕκαστα διηνέγκαμεν X.Oec.9.8, (ἤλεκτρον) διαφέρεσθαι εἰς τοὺς Ἕλληνας Arist.Mir.836b7, en v. pas. φήμη ... ἐν τῷ στρατοπέδῳ διηνέχθη Plu.2.163c, διεφέρετο δὲ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δι' ὅλης τῆς χώρας Act.Ap.13.49
•c. adv. enviar, llevar en varias direcciones διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῖ, τὸ δ' ἐκεῖσε enviando por medio embajadas un cabo aquí, el otro allá para desenredar la «madeja» de la guerra, Ar.Lys.570.
2 llevar de un lado a otro σκῆπτρά σοι μόνον διαφέρειν ... μέλει sólo te importa llevar el cetro de un lado a otro E.IA 1195, perífr. οὐδὲν ... διοίσει γλῶσσαν y no hablará S.Tr.323, en v. pas. ἑαυτοὺς ... ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῦ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ... διαφερομένους Plu.2.97f
•esp. en el mar ser llevado a la deriva τοῦ φορείου καθάπερ ἐν κλύδωνι δεῦρο κἀκεῖ διαφερομένου Plu.Galb.26, διενεχθεὶς περί τε τὰς Γυμνησίας νήσους Str.3.2.5 (cód.), διαφερομένων ἡμῶν ἐν τῷ Ἀδρίᾳ dejándonos llevar a la deriva en el Adriático, Act.Ap.27.27
•fig. distraer, entretener c. dat. instrum. (αὐτούς) ... λόγοισι E.HF 76, τὰς ψυχὰς ... πράγμασι Plu.2.133d.
3 hacer girar en todas direcciones ὅπλισμα E.Supp.715, κόρας ... ὀμμάτων E.Or.1261, cf. Ba.1087.
IV indic. separación
1 despedazar, desunir, destrozar πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω διέφερον las bacantes, E.Ba.754, ἁψῖδα σὴν καίων διοίσει E.Fr.170D.
•fig. αἰανὴς <δ'> ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον funesta calamidad destroza al culpable A.Ch.68.
2 robar, llevarse θύλακον ράψαι τὰς μνέας ὄκως σοι μὴ αἰ γαλαῖ διοίσουσι dispón las minas en un saco para que no te roben las comadrejas Herod.7.90, en v. pas. τῶν ἀπ' αὐτῆς (οἰκίας) φορτίων διενηνεγμένων ... ὑπὸ τῶν γειτνιώντων UPZ 10.9 (II a.C.).
V fact. c. suj. de cosa
1 c. ac. pers. distinguir, hacer diferente ἅ τε (χάρις) τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Pi.P.11.60.
2 conseguir, hacer que τρεῖς δὲ μόναι ψῆφοι διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι sólo tres votos consiguieron que no se le condenara a muerte D.23.167.
B intr.
I 1c. pred. vivir ἄπαις διοίσει E.Rh.982
•en v. med. continuar viviendo σοῦ διοίσεται μόνος continuará viviendo privado de ti S.Ai.511.
2 durar ἡ δὲ νοῦσος διαφέρει μάλιστα ἐννέα ἔτεα Hp.Int.12, οὔτε χρόνος πολὺς ὁ διαφέρων sin mediar mucho tiempo Antipho 5.94.
II 1gener. c. gen. compar. ser diferente de, distinguirse de, diferir de τὰ δὲ τοῦ πολέμου ... διαφέροντα αὐτοῦ φαίνεται las condiciones de guerra parecen estar en desacuerdo con esto Th.5.86, σύ νυν διάφερε τῶν κακῶν E.Or.251, ἐσκόπει, τί διαφέρει μανίας ἀμαθία X.Mem.1.2.50, εἰρήνη γὰρ καὶ σπονδαὶ πολὺ διαφέρουσι σφῶν αὐτῶν And.3.11, τὸ δ' ὅλως ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ' ὅ τι τοῦ κόπτειν [τοὺς Ἑρμᾶς] διαφέρει pero el destruir por completo cosas sagradas es diferente a mutilar D.21.147, διαφέρει (τὸ ἐν τῇ ἀτόμῳ ἐλάχιστον) τοῦ κατὰ τὴν αἴσθησιν θεωρουμένου Epicur.Ep.[2] 59, cf. 66, οὐκ ἄν ποτε διέφερον ἀλλήλων αἱ ἡδοναί Epicur.Sent.[5] 9, ἀκαιρία ἀσχολίας διενήνοχεν Ammon.Diff.24
•c. dif. regímenes, c. dat. de rel. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες por naturaleza diferimos cada uno en la vida que nos ha tocado en suerte Pi.N.7.54, οὐκ οἶδ' εἴ τινι διαφέρει ὁ τυραννικὸς βίος τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου X.Hier.1.7, cf. Mem.4.2.2, πάντων διοίσειν τῷ δύνασθαι λέγειν τε καὶ πράττειν X.Mem.4.2.1, τίνι διαφέρει τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν ... θεωρείσθω Arist.PA 684b3, cf. Ph.1.14, ἁπάντων ... μόνῃ τῇ μορφῇ ... διαφερόντων Luc.Alex.15, cf. Vett.Val.252.34, tb. c. ac. de rel. οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν Ar.Nu.503, cf. Io Phil.B 3, μηδὲν δὲ τῶν τυχόντων διαφέροντες Isoc.1.48, cf. Pl.Ap.35b, Prt.329d, τὰ ... τετράποδα ... διαφέρει δὲ τὰς μορφὰς τῶν μορίων ἕκαστον en los cuadrúpedos cada una de las partes es diferente en sus formas Arist.HA 497b15, τί δοῦλον ἢ ἐλεύθερον εἶναι διαφέρει D.24.167, διαφερομένων τῶμ πολιτῶν τὰ πρὸς ἀλλήλους como los ciudadanos estaban en desacuerdo entre sí, SEG 1.363.5 (Samos III a.C.), cf. Amphis 32, Ep.Gal.4.1, αἷμα διαφέρον σῶμά τι Ph.1.207
•c. inf. subst. como ac. de rel. ἀλλὰ γὰρ μεταβιβάζειν τὰς ἐπιθυμίας καὶ μὴ ἐπιτρέπειν ... οὐδὲν τούτων διέφερον ἐκεῖνοι pero en cuanto a modificar las pasiones y reprimirlas en nada diferían aquéllos de estos Pl.Grg.517b, tb. c. giros prep. πῇ διαφέρει ὁ τυραννικός τε καὶ ὁ ἰδιωτικὸς βίος εἰς εὐφροσύνας τε καὶ λύπας ἀνθρώποις X.Hier.1.2, τὰ δὲ ... διαφέρει δὲ καθ' ὑπεροχὴν καὶ ἔλλειψιν Arist.HA 486a22, cf. Mete.341b24, πρὸς τἆλλα ζῷα οἱ ἰχθύες διαφέρουσι πρὸς τῇ διαφορᾷ τῇ περὶ τὰ βράγχια Arist.HA 505a21, οὐκ ἐς πολὺ τῆς Βιθυνίας παρὰ τὴν Βεβρυκίαν διαφερούσης App.Mith.1, cf. Vett.Val.339.25
•en sent. lingüíst. y fil. ἀξιώματα διαφέροντα διὰ τοῦ ‘εἰ’ ἢ ‘εἴπερ’ συνδέσμου Chrysipp.Stoic.2.70, part. subst. τὸ διαφέρον op. τὸ ἀδιάφορον Chrysipp.Stoic.3.34, neutr. plu. εἰ καὶ μὴ καλὸν τὸ ἐκ τῶν διαφερόντων aunque la falta de homogeneidad no es hermosa en las estatuas, Attic.5.64.
2 gener. sin rég. de gen., ser diferente en el sent. ponderativo de distinguirse, destacar, ser superior ἆρ' οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; E.Hec.599, cf. D.Chr.32.46, Πλάτων, ἀνὴρ ... πολὺ διενεγκών Attic.1.33, ὁ διαφέρων op. ὁ ἥττων Gr.Thaum.Pan.Or.6.114, ὅπου δὲ ἀπορροὴ γίνεται, ... διαφέρουσι μᾶλλον (τὰ δένδρα) Thphr.CP 5.14.9, ἐλέφας μέν γε τὸ θηρίον καὶ κάρτα διαφέρων Aret.SD 2.13.1, πολιτεία ἡ διαφέρουσα la mejor constitución Attic.1.13
•c. pred. y ac. de rel. ὑγιηροὶ τἄλλα διαφέρονται son superiores en salud respecto a las demás cosas Hp.Art.56
•c. dat. instrum. de causa ἣ καὶ τῷ γένει καὶ τῷ κάλλει καὶ τῇ δόξῃ πολὺ διήνεγκεν Isoc.10.14, de una ciudad πλούτῳ ... παρὰ τὰς ἄλλας ... διενηνοχέναι πόλεις Plb.10.27.5, ἀρετῇ καὶ εὐγενείᾳ διαφέρων SEG 30.93.32 (Eleusis I a.C.), τοὺς εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ διαφέροντας τῶν ἀνδρῶν FD 1.228.12 (I a.C.), cf. Dionys.Scyt.8, TAM 5.972.12 (Tiatira I d.C.), IIasos 111.10 (II d.C.?), τάχει δὲ ὅστις διήνεγκε Iul.Or.3.53c, διενεγκοῦσαν παρθενείᾳ καὶ φιλεργίᾳ MAMA 8.117
•c. giro prep. οἱ διαφέροντες ἐπ' ἀρετῇ los que sobresalen por su valor moral Isoc.10.12, τὸ δὲ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν el enfrentarse entre sí con desconfianza sobre las intenciones fue lo que más destacó Th.3.83, τοσοῦτον διήνεγκεν εἰς τὸ ἄρχειν ἀνθρώπων X.Cyr.1.1.6, διαφέροντες καὶ κατὰ μέγεθος καὶ κατ' ἰσχὺν ἄνδρες X.Lac.1.10, τούτοις ... ἐν οἷς ἔμελλον ... τῶν ἄλλων διοίσειν Isoc.3.39, ἕνα μὲν γὰρ διαφέρειν κατ' ἀρετὴν ἢ ὀλίγους ἐνδέχεται Arist.Pol.1279a39, cf. 1301a40, Περικλέα τὸν συνέσει πλεῖστον τῶν καθ' αὑτὸν διενεγκεῖν δόξαντα πάντων Pericles que tiene fama de haber sobrepasado en inteligencia a todos los hombres de su época D.61.45, ἄνδρα ... πρὸς δικαιοσύνην ... διαφέροντα hombre sobresaliente por su justicia Aeschin.1.181, διαφέρειν ... πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας Plb.5.44.7
•c. gen. compar. de la pers. superada y dat. de rel. de la materia en que se sobresale διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε Th.2.39, ἀκολαστίᾳ τε τῶν γεγονότων διαφέρων Alex.37.6, cf. Epicur.Fr.[34.30] 10, οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Eu.Matt.6.26, (ἰχθύες οἱ ἐν τοῖς ὀξυτάτοις τῶν ποταμῶν) διαφέρουσι δὲ τῶν ποταμίων ἰχθύων εὐπεψίᾳ Mnesith.Ath.38.60
•impers. c. ἢ haber diferencia en el sent. ponderativo de ser mejor πολὺ γὰρ διέφερεν ἐκ χώρας ὁρμῶντας ἀλέξασθαι ἢ πορευομένους ... τοῖς πολεμίοις μάχεσθαι X.An.3.4.33, τηνικαῦτα γὰρ πολὺ διαφέρει τὰ αὐτὰ δῶρα ἢ πρὶν ἐπιθυμῆσαι διδόναι es mucho mejor conceder los mismos favores en el acto que antes de desearlos X.Mem.3.11.14.
3 en sent. neg. ser inferior νῦν οὐδὲν διαφέρει τὰ ἀργύρεια ἢ οἷα οἱ πρόγονοι ἡμῶν ὄντα ἐμνημόνευον αὐτά ahora en nada son inferiores estas minas a como nos las recordaban nuestros antepasados X.Vect.4.25, cf. Oec.20.17.
4 sólo en tercera pers. sg. (a veces impers.), gener. en v. act. hay diferencia, importa
a) καὶ τοῦτο τοσοῦτον διαφέρει, ὅσον ... οἷον ... Democr.B 277, πλεῖστον δὲ διαφέρει ὀστέων κατήγμασι Hp.Aph.5.22, δοκῶ δὲ τοῖς θανοῦσι διαφέρειν βραχὺ εἰ ... me parece que a los muertos poco les importa si ... E.Tr.1248, οὐδὲν διοίσει no importará nada e.e. dará lo mismo Pl.Phd.89c, c. suj. inf., σμικρὸν οἴει διαφέρειν θεωρεῖν Pl.R.467c;
b) c. dat. de interés οὐδέ τί οἱ διέφερε ... ἀποθανεῖν Hdt.1.85, καίτοι ἐμοὶ εἰ μηδὲν διέφερε στέρεσθαι τῆσδε τῆς πόλεως Antipho 5.13, ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει tiene algún interés personal Th.3.42, ἡμῖν μὲν ... οὐδὲν διαφέρει Pl.Prt.316b, cf. La.187d, τί δέ σοι ... τοῦτο διαφέρει, εἴτε ... εἴτε μή ...; Pl.R.349a, cf. Grg.497b, τοῦτο γὰρ διέφερε τοῖς Θηβαίοις pues esto era lo que les importaba a los tebanos Plb.4.27.4, οὐδὲ ἕν μοι διαφέρει Men.Epit.234, cf. Ep.Gal.2.6
•c. giro prep. ὅ τί περ ἂν εἰς τὴν ἴασιν τῶν ὀλεθριωτάτων νοσημάτων διαφέρει Gal.15.428;
c) part. neutr. subst. τὸ διαφέρον, τὰ διαφέροντα lo diferente en sent. ponderativo lo importante, lo que interesa, lo conveniente μεγάλων τῶν διαφερόντων καθεστώτων porque están establecidos importantes intereses Th.1.70, cf. 6.92, Lys.31.5, Is.4.12, τὰ διαφέρονθ' ὁρᾶν E.Fr.Hyps.103.877, πολὺ τὸ διαφέρον ὁρῶ Pl.Phlb.45d, cf. Antiph.32, ὅταν τις ἐπιστάμενος τὰ διαφέροντα παραβαίνειν τολμᾷ cuando alguien a sabiendas se atreve contra nuestros intereses And.4.19, εἰ δὲ σὺ ... δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα Ep.Rom.2.18, τὸ ἀληθεύειν ἐν τῷ διαφέροντι Arist.VV 1250b18
•c. dat. de interés τὰ διαφέροντα τοῖς ἰδίοις πράγμασιν Plb.21.18.9, <τὰ> τῷ κοινῷ διαφέροντα D.C.44.25.6
•tb. como adj. τι πεπραχέναι διαφέρον Plb.6.39.2, γέγραπται γὰρ ὑπὲρ πραγμάτων μεγάλων καὶ σοὶ διαφερόντων Plu.Caes.65, τὰ πρὸς τὴν διάγνωσίν τε καὶ πρόγνωσιν διαφέροντα τεκμήρια Gal.15.420, τὸ διαφέρον μέρος ... οὕτως ἔχει· la parte que viene al caso dice así:, POxy.1204.11 (III d.C.);
d) en v. med.-pas. en constr. pers. c. part. conc. Ὅμηρος δὲ τὸν πρῶτον οὐ διηνέχθη τῶν στίχων ἄμετρον ἐξενεγκών a Homero no le importó componer su primer verso con una falta de métrica Plu.2.80d.
III 1c. suj. de abstr. concernir, tocar, afectar, incumbir c. dat. ᾧ ἡ περὶ τῶν σπερμάτων διάκρισις διαφέρει a quien incumbe la decisión relativa a las semillas, PBerl.Leihg.26A.8 (II d.C.), πάντα ... τῇ αὐτῇ ὠνῇ διαφέροντα BGU 1062.21 (III d.C.), τὰ τῇ διοικήσει διαφέροντα las funciones propias del procurador financiero, PThmouis 1.68.5 (II d.C.), τὰ τῷ ταμείῳ διαφέροντα PSakaon 31.17 (III d.C.), τὰ τῇ ἀρχῇ διαφέροντα Stud.Pal.20.54.18 (III d.C.), c. giro prep. τὰ εἰς τοῦτο διαφέροντα πράγματα las cuestiones que conciernen a este asunto Mitteis Chr.372.5.3 (II d.C.)
•τὰ διαφέροντα las cosas propias ὁ στρατηγὸς πρὸς τῷ λογιστηρίῳ τοῖς διαφέρουσι ἐσχόλασεν el estratego trabajó en su despacho en las ocupaciones propias de su cargo, Wilcken Chr.41.4.11 (III a.C.).
2 c. suj. de pers. estar relacionado con, ser allegado de ref. a parientes, subordinados o esclavos, frec. en part. subst. ὁ ἐμὸς διαφέρων PStras.26.5 (IV d.C.), c. gen. de pers. Ἠλίαν ... [τὸ] ν διαφέροντά μου PLund Univ.Bibl.2.5.8 (V/VI d.C.), οἱ διαφέροντες Ἀθανασίου los partidarios de Atanasio, Melit.Fr.Pap.58.8, c. dat. de pers. ὁ ὑπηρέτης ὁ διαφέρων τῷ κυρίῳ μου τῷ λογιστῇ PSI 832.2 (IV d.C.), οἱ διαφέροντές μοι POxy.3875.2 (IV d.C.), οἱ διαφέροντες τῷ δεσπότῃ μου Αὐσονίῳ τῷ κόμετι Stud.Pal.20.111.2 (IV/V d.C.), cf. PAbinn.33.7 (IV d.C.), IIasos 638 (biz.), Ἀρχ.Ἐφ. 1966.96.6 (Cos V/VI d.C.), Theod.Lect.Fr.52a (p.132).
3 c. suj. de cosa pertenecer como propiedad, c. dat. ἀδήλου ὄντος εἰ ὑμεῖν (sic) διαφέρει ἡ κληρονομία αὐτοῦ PLond.940.23 (III d.C.), ἡ γὰρ πόλις σοι διαφέρει pues la ciudad (Constantinopla) te pertenece (al emperador), Pall.V.Chrys.9.130, τὸ διαφέρον τῷ ... μοναστηρίῳ χωρίον PGiss.56.5 (VI d.C.), cf. Eus.HE 10.5.17, PSI 898.3 (IV d.C.?), τόπον διαφέροντα μοι ἐπώλησα PSI 790.5 (VI d.C.?), c. gen., frec. en inscr. funerar. crist. αὕτη ἡ σορὸς διαφέρει Θεοδώρου IEphesos 4143 (crist.), σωματοθήκη διαφέρουσα Θωμᾶ sepultura perteneciente a Tomás, MAMA 3.421, cf. 341 (ambas Córico), σορὸς διαφέρουσ[α] Θεογνώστου ITyr.12, cf. 11 (ambas crist.), κοιμητήριον διαφέροντα (sic) Ἐπαγαθῶς Corinth.8(3).532 (crist.), ἡρώειον διαφέρον Γαιανοῦ IEphesos 2263 (crist.), tb. c. giro prep. τόποι ... διαφέροντες ... πρὸς ἕκαστον αὐτῶν Eus.HE 10.5.11.
IV en v. med.-pas.
1 rivalizar, contender, discutir c. dat., giro prep. o ac. de rel. expr. el motivo de rivalidad τούτῳ διαφέρονται Heraclit.B 72, περὶ τῆς βασιληίης Hdt.1.173, cf. 7.220, διαφερόμενοι γὰρ ἐτύγχανον τοῖς Λακεδαιμονίοις περὶ Λεπρέου pues rivalizaban con los lacedemonios a propósito de Lépreon Th.5.31, πολλοὶ ἤδη διαφέρονται ... περὶ τοῦ σπόρου X.Oec.17.4, ἀμφὶ ὧν εἶχον διαφερόμενοι X.An.4.5.17, καὶ μηδὲν διὰ τοῦτο διαφέρου y no discutas por eso Lys.10.17, διαφέρεσθαι δὲ πρὸς ἀλλήλους el rivalizar unos con otros Lys.18.17, ὗς καὶ κύων πρὸς ἀλλήλας διεφέροντο Aesop.250, στασιάζουσιν οἱ θεοὶ ... καὶ διαφέρονται ἀλλήλοις Pl.Euthphr.7b, ὅταν ... διενεχθῶσι τοῖς συμμάχοις Anaximen.Rh.1425b15, διενεχθέντες πρὸς ἑαυτούς Wilcken Chr.110A.7 (II a.C.)
•reñir τὸ τὰς θεραπαίνας αὐτῆς πρὸς τοῦτον διαφέρεσθαι anón. en POxy.1607.62, ἔφη ... σοί τε οὐ βούλεσθαι διαφέρεσθαι περὶ τούτου PLille 16.5 (III a.C.)
•οἱ διαφερόμενοι jur. los litigantes, ICr.3.4.9.29 (II a.C.), τούς τε διαφερομένους τῶν πολιτῶν, τοὺς μὲν συνλύων, τοὺς δὲ διακρίνων IStratonikeia 9.10 (II a.C.)
•milit. los adversarios ἑαυτὸν ἀποδεικνύων ἐχθρὸν τοῖς διαφερομένοις Plb.7.14.3, tb. en v. act., Telecl.22.
2 fil., frec. op. συμφέρομαι divergir συμφερόμενον διαφερόμενον lo convergente es divergente Heraclit.B 10, διαφερόμενον γὰρ ἀεὶ συμφέρεται Pl.Sph.242e, ὥστε μετατιθεμένου τινὸς μέρους ἢ ἀφαιρουμένου διαφέρεσθαι καὶ κινεῖσθαι τὸ ὅλον Arist.Po.1451a34
•gener. disentir c. dat. de rel. τούτοις δὲ διεφέρετο en esas cosas fue en las que se mostró contrario Antipho 5.42, c. or. cond. φάσκειν ... εἰ βούλεσθε ... οὐ διαφέρομαι si queréis afirmar que ... no me opongo D.9.8
•c. or. complet. c. ὡς mantener en contra que op. ὁμολογεῖν D.56.46.
German (Pape)
[Seite 610] (s. φέρω), 1) durchtragen; a) hinüberbringen, ἰσθμὸν ναῦς Thuc. 8, 8, wofür hernach διακομίζω steht; κηρύγματα Eur. Suppl. 398; ἀγγελίας Luc. D. D. 24, 1; vgl. Xen. Oec. 9, 8; τὸ ἤλεκτρον εἰς τοὺς Ἕλληνας Arist. mirab. 115; γλῶσσαν, die Zunge zum Sprechen bringen (daß die Rede über die Zunge geht), Soph. Tr. 323; übersetzen, zu Schiffe, τινὰ εἰς Σικελίαν App. C. 4. 48. – b) bis an's Ende hinbringen, τὸν αἰῶνα, βίον, Her. 1, 74. 3, 40; Eur. Hel. 10; νύκτα, Rhes. 600; Hippocr. u. Sp., wie Plut. Alex. 52; wohin auch διοίσει ἄπαις, er wird kinderlos bleiben, Eur. Rhes. 982, u. διοίσεται Soph. Ai. 511 gehört. – c) von der Leibesfrucht, austragen, γαστρὸς ὄγκον Eur. Ion 15; Xen. Mem. 2, 2, 5. Auch – d) ertragen, Soph. O. R. 321 ῥᾷστα τοὐμόν; so πότμον δάκρυσι Eur. Hipp. 1143; χαλεπῶς τι Hdn. 2, 5, 15; τὴν φυγήν Plut. Dem. et Cic. 4. Also = φέρειν, wie ψῆφον διαφέρειν, Her. 4, 138; Eur. Or. 49; Dem. 25, 83, wobei an mehrere, verschiedene Stimmen Abgebende zu denken; vgl. ἀναγκάσαντες τὸν δῆμον ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, für u. wider, Thuc. 4, 74; – σκῆπτρα, das Scepter fortwährend führen, d. i. König sein, Eur. I. A. 1195. – 2) auseinandertragen; ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας, jedes an seine Stelle, Xen. oec. 9, 8; zerstreuen, διαφερόμενοι σποράδες Plut. Thes 24; διαφέρεται τὸ φορεῖον δεῦρο κἀκεῖσε Galb. 26, u. a. Sp. – Übertr., ἄτα διαφέρει αἴτιον Aesch. Ch. 62, Schol. διασπαράσσει; vgl. ἄνω καὶ κάτω διαφέρειν, Eur. Bacch. 753; αὐλούς Pol. 30, 13, 8. S. auch διαφορέω. Dah. διαφέρειν τινά, Jemandes Ruhm überall hin verbreiten, Pind. P. 11, 60; διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθί, τὸ δὲ ἐκεῖσε Ar. Lys. 570; ἡ φήμη διηνέχθη Plut. conv. sept. sap. 20; – τὰς κόρας, die Augen hier u. dahin werfen, Eur. Bacch. 1085; Or. 1262; τινὰ λόγοις, zerstreuen, erheitern, Eur.; – πόλεμον, heißt theils: den Krieg ganz zu Ende führen, theils; in die Länge ziehen, Her. 1, 25. 74; Thuc. 1, 11. 6, 54. 8, 75; ἐράνους, Beiträge bezahlen, od. Schuldscheine einlösen, Lycurg. 22, Gegensatz εἰσφέρειν. – 3) διαφέρει, es trägt aus, macht einen Unterschied; οὐδὲν διαφέρει, macht keinen Unterschied, ist einerlei; Xen. Cyr. 2, 3, 4; sequ. εἰ, Ael. V. H. 7, 14; πολὺ δ., es macht einen großen Unterschied, z. B. ἀλέξασθαι ἢ μάχεσθαι Xen. An. 3, 4, 33. – Oft mit dat. der Person, τί δ' ὑμῖν διαφέρει; was verschlägt es euch? liegt euch daran? Dem. 4, 11, u. öfter; οὐδέ τί οἱ διέφερε πληγέντι ἀποθανέειν Her. 1, 85; ἰδίᾳ τι αὐτῷ διέφερε, es war sein Privatinteresse, Thuc. 3, 42; δοκῶ, τοῖς θανοῦσι βραχὺ διαφέρειν, εἰ, es liege ihnen wenig daran, ob, Eur. Tr. 1248; – dah. τὰ διαφέροντα πράγματα, worauf es ankommt, Plut. Caes. 65; vgl. Pol. 31, 13. Und mit gen. der Sache, εἰ μηδὲν διέφερε τῆσδε τῆς πόλεως ἐμοί Antiph. 5, 13. – Dah. wird διαφέρον bei Antiphan. durch συμφέρον erkl., B. A. 89. – 4) Aehnl. person.: verschieden sein, sich unterscheiden; πολὺ διαφέρουσιν οἱ όρύττοντες καὶ οἱ μὴ ὀρύττοντες Xen. Oec. 20, 19; οἷς διαφέρει τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ μή Plat. Phaedr. 228 d; gew. τινός, von Jem. od. etwas, z. B. τῶν κακῶν Eur. Or. 251; Xen. Cyr. 8, 2, 21 u. sonst; die Sache, worin man sich unterscheidet, steht im dat., der Grad des Unterschieds wird durch den acc. angegeben;. B. οὐδέν τινος δ., Ar. Vesp. 20; Plat. Apolog. 35 b; τινί τινος. 35 a u. Folgde, z. B. τίνι διαφέρει τὰ ἄῤῥενα τῶν θηλειῶν, Arist. part. anim. 4, 8; Ath. III, 115 b; τί διαφέρει μανίας ἀμαθία Xen. Mem. 1, 2, 50; ὅπως ἀλεκτρυόνος μηδὲν διοίσεις τοὺς τρόπους Cratin. Ath. IX, 373 e, u. a. com.; οὐδὲν τοὶς ἄλλοις τῶν ζώων, im Übrigen gar nicht von den Tieren sich unterscheiden, Isocr. 3, 5; τὸ πᾶν διαφέρει ἐν παντὶ ἔργῳ προθυμία ἀθυμίας, unterscheidet sich ganz u. gar, Xen. Cyr. 1, 6, 13; vgl. 4, 3, 8; so διαφέρει ὅλον που καὶ τὸ πᾶν Plat. Legg. 944 b; Alc. I, 109 b, womit Rep. V, 469 c VII, 527 c zu vgl., ὅλῳ καὶ παντί, in jeder Beziehung u. im Ganzen; τοσοῦτον διαφέρει ὅσον Xen. Oec. 20, 20, u. öfter; aber auch ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων, Henioch. Ath. IX, 408 a. Also τίνι διαφέρουσι heißt eigtl. worin, u. τί δ. wie sehr? vgl. die Beispiele bei Lob. zu Phryn. 394, obgleich der Unterschied später nicht so beobachtet wird, u. Phryn. τίνι δ. ganz verwirft. Man sagte auch: δ. Ἀθηναίων εἰς ἀρετήν, in Beziehung auf, Plat. Apol. 35 b; εἰς τὸ πείθειν Isocr. 5, 25; εἰς τὸ ἄρχειν Xen. Cyr. 1, 1, 6; u. wie im Deutschen, ὁ συκοφάντης καὶ ὁ σύμβολος ἐν τούτῳ πλεῖστον διαφέρουσιν Dem. 18, 189; vgl. Isocr. 3, 22; mit dem inf., δ. ἰδεῖν, von Ansehen, Plat. Rep. VI, 495 e. Eigenthümlich, νῦν οὐδὲν διαφέρει τὰ ἀργυρεῖα ἢ ἃ οἱ πρόγονοι ὄντα ἐμνημόνευον Xen. Vect. 4, 25; μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι διαφέροντες Luc. Alex. 15. – Oft geradezu = sich auszeichnen: ἀνὴρ πρὸς δικαιοσύνην διαφέρων Aesch. 1, 181; auch κατά τι, Xen. Lac. 1, 10 u. Sp.; ἐπί τινι, Isocr. 10, 12; Xen. Mem. 4, 2, 1; ἑτέρων τὴν ὄψιν Aesch. 1, 75; Luc. D. Mort. 12, 1; Thuc. 3, 37 vrbdt χρῆν Μυτιληναίους καὶ πάλαι μηδὲν διαφέροντας τῶν ἄλλων ὑφ' ἡμῶν τετιμῆσθαι, also = διαφερόντως, vor den Andern. – Διαφέρειν τινὰ ὠμότητι, übertreffen, Pol. 1, 88, 7; vgl. D. Sic. 2, 5. 11, 67. – 5) Pass. (verschieden gemacht werden), sich entzweien, uneins werden: H. h. Merc. 255; sich streiten, περί τινος, Her. 1, 173; ἀλλήλοις Plat. Euthyph. 5 a; ἑαυτῷ, mit sich im Widerspruch sein, Antiph. 5, 50; μηδὲν διαφέρου περὶ τούτου Ar. Lys. 1172; διενεχθῆναι, aus Amphis B. A. 89 durch μάχεσθαι erkl.; ἔν τινι, Xen. Oec. 17, 4; ἀμφί τινος, An. 4, 5, 17; πρὸς ἀλλήλους, Lys. 18, 17; Is. 5, 1; Dem. 40, 47 u. Folgde; dah. τὸ διαφέρον, die Ursache des Streites, der Streitpunkt, Thuc. 1, 70; Pol. u. Sp. – Bei Dem. 9, 8 ist οὐ διαφέρομαι – φάσκειν ich habe nichts dagegen, wie ἐμοὶ οὐ διαφέρει. – Bei Teleclid. wird διενεγκεῖν durch προσπαλαίειν erkl., B. A. 91.
French (Bailly abrégé)
f. διοίσω, ao. διήνεγκα, etc. ; Pass. ao. διηνέχθην, etc.
A. (διά marquant séparation);
I. tr. 1 porter d'un côté et de l'autre, ballotter ; Pass. fig. être ballotté (par l'espérance);
2 porter de côté et d'autre en divers endroits : δ. ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας XÉN disposer chaque chose à la place convenable ; ἡ φήμη διηνέχθη PLUT le bruit se répandit ; Pass. être porté ou se porter de côté et d'autre : ἐν χώρᾳ PLUT dans un pays ; φύγῃ διαφέρεσθαι PLUT se disperser en fuyant ; en mauv. part bouleverser : fig. δ. ψυχὰς φροντίσι PLUT troubler les âmes par des soucis ; abs. ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον ESCHL la prensée du crime bouleverse le coupable;
II. intr. être différent : τινός de qqn ou de qch ; τινι δ. différer en qch ; τινί τινος de qqn en qch ; κατ' οὐδὲν ἀλλήλων διαφέροντες LUC ne différant en rien les uns des autres ; τοσοῦτον δ. ὅσον XÉN différer autant… que ; se distinguer de, l'emporter sur : τινός τι sur qqn en qch ; διαφέρειν τινί, ἐπί τινι, ἔν τινι, πρός τι, εἴς τι, κατά τι se distinguer par qch, l'emporter par qch ; abs. ἱμάτια διαφέροντα PLAT vêtements distingués ; p. anal. (au sens d'un Cp. et suivi de ἤ) : πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ μάχεσθαι XÉN il valait bien mieux repousser l'ennemi (en se maintenant dans une position fixe) que de combattre (en poursuivant la marche);
III. • impers. διαφέρει il importe : οὐδὲν διαφέρει il n'importe en rien ; ἰδίᾳ τι αὐτῷ διέφερε THC il avait à cela qqe intérêt personnel ; οὐδέ τί οἱ διέφερε πληγέντι ἀποθανέειν HDT il ne lui importait en rien, càd il lui était indifférent de mourir frappé (par cet homme) ; τὰ διαφέροντα ou τὰ διαφέροντα πράγματα ce qui importe, les affaires qui importent;
B. (διά, à travers, jusqu'au bout);
I. porter au-delà, transporter : δ. ναῦς τὸν ἰσθμόν THC transporter ses vaisseaux de l'autre côté de l'isthme;
II. porter jusqu'au bout, càd :
1 apporter : ψῆφον THC son suffrage;
2 porter d'une manière continue : σκῆπτρα EUR porter le sceptre;
3 en parl. du temps porter jusqu'au bout : δ. τὸν αἰῶνα HDT passer le temps ; faire traîner en longueur : πόλεμον HDT une guerre, ou qqf la soutenir jusqu'à la fin;
4 supporter, acc.;
Moy. [[διαφέρομαι (f. διοίσομαι, ao. διηνέχθην);
1 différer d'avis, être en désaccord : ἀλλήλοις les uns avec les autres ; δ. περί τινος, ἀμφί τινος disputer sur qch ; abs. τὰ διαφέροντα THC les intérêts en jeu ; combattre : περὶ τῆς βασιληΐης HDT pour la royauté, se disputer la royauté;
2 passer son temps : σοῦ διοίσεται μόνος SOPH il passera sa vie séparé de toi, sel. d'autres διαφέρομαι]] au sens Pass. il sera tourmenté, malheureux, litt. ballotté.
Étymologie: διά, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
διαφέρω: (fut. διοίσω, aor. 1 διήνεγκα - ион. διήνεικα, aor. 2 διήνεγκον: aor. pass. διηνέχθην)
1 носить в разные стороны (σκῆπτρα Eur.; καθάπερ ἐν κλύδωνι Plut.): ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφέρεσθαι Plut. носиться (по морю) на тонком обломке разбитого корабля;
2 разносить, раскладывать, распределять (ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας Xen.);
3 переносить, переводить (τὸν Ἰσθμὸν τὰς ἡμισείας τῶν νεῶν Thuc.): ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κόρας Eur. они встали и огляделись вокруг;
4 разносить, распространять (κηρύγματα Eur.; ἀγγελίας Luc.; φήμη τις διηνέχθη περί τινος Plut.); широко прославлять (τινά Pind.);
5 разбрасывать, рассеивать: φυγῇ διαφέρεσθαι δι᾽ ἀλλήλων Plut. разбегаться в разные стороны;
6 носить, вынашивать (γαστρὸς ὄγκον Eur.): διενέγκασα καὶ τεκοῦσα Xen. выносившая и родившая (ребенка);
7 перевозить, доставлять (τὸ ἤλεκτρον εἰς τοὺς Ἓλληνας Arst.);
8 вносить, подавать (ψῆφον Eur., Xen., Aeschin., Dem., Plut.); ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν Thuc. открыто проголосовать;
9 переносить, терпеть, сносить (ῥᾷστά τι Soph.; ἀργῶς τὴν φυγήν Plut.);
10 (о времени), вести, проводить, (τὸν αἰῶνα Hom.): θεοὺς σέβων βίον διήνεγκε Eur. он прожил свою жизнь благочестиво; δ. τὸν πόλεμον Her. вести затяжную войну (ср. 12); τὴν νύκτα κλαίων διήνεγκε Plut. он провел ночь в слезах;
11 существовать, жить: ἄπαις διοίσει Eur. он останется бездетным;
12 вести до конца, заканчивать: πόλεμον διενείκας Her. закончив войну (ср. 10);
13 переворачивать, опрокидывать (πάντ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω Eur.);
14 волновать, смущать, тревожить (διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον Aesch.; δ. τὰς ψυχὰς πράγμασι καὶ φροντίσι Plut.): pass. волноваться, колебаться: πολλὰ διενεχθεὶς τῇ γνώμῃ (тж. τῷ λογισμῷ и τοῖς λογισμοῖς) Plut. долго не зная, какое принять решение;
15 отличаться, разниться (τινί τινος Plat.): δ. τινός Eur., Xen., Arph., τινί Xen., Plat., τι, πρός τι и κατά τι Arst., εἴς τι Xen. и ἔν τινι Xen., Dem.; отличаться чем-л. (в чем)-л.; δ. ταῖς ἀντικειμέναις διαφοραῖς или δ. ἐναντίως Arst. отличаться противоположными свойствами;
16 выгодно отличаться, превосходить (τινός τι Aeschin., Luc., τινά τινι Polyb., Diod., τινί τινος Plut., τινί Thuc., Aeschin., Polyb., Plut., εἴς τι Xen., Plat., ἐπί τινι Xen., ἔν τινι Isocr., πρός τι Aeschin. и κατά τι Xen.): ἱμάτια διαφέροντα Plat. отличные одежды; πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ μάχεσθαι Xen. было гораздо выгоднее вести оборону, чем принять открытый бой; πεπραχέναι διαφέρον τι Polyb. совершить нечто особенное, отличиться;
17 med. (aor. διηνέχθην) (тж. δ. ταῖς γνώμαις Polyb.) расходиться во мнениях (ἀλλήλοις Plat. и πρὸς ἀλλήλους Lys., Polyb.; περί τινος Her., Arph., Plat., ἀμφί τινος и ἔν τινι Xen.): τὰ διαφέροντα Thuc. спорные вопросы;
18 преимущ. impers. быть важным, иметь значение (τοῦτο διέφερε τοῖς Θηβαίοις Polyb.): τὰ διαφέροντα (πράγματα) Thuc., Lys., Isae., Plut.; важные вопросы; ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει Thuc. это представляет для него личный интерес; οὔ τί οἱ διέφερε ἀποθανέειν Her. он относился равнодушно к смерти.
Greek (Liddell-Scott)
διαφέρω: μέλλ. διοίσω καὶ διοίσομαι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 255, κτλ.· ἀόρ. α΄ διήνεγκα, Ἰων. διήνεικα, ἀόρ. β΄ διήνεγκον. Διαβιβάζω ἀπέναντι, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμὸν Θουκ. 8. 8· φέρω ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἕτερον, διαφέρεις κηρύγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 382· [τὸ ἤλεκτρον] διαφέρεται εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἀριστ. Θαυμασ. 81· - μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θὰ θέσῃ τὴν γλῶσσάν του εἰς κίνησιν, θὰ ὁμιλήσῃ, Σοφ. Τρ. 323· πρβλ. διίημι. 2) ἐπὶ χρόνου, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, Λατ. peragere vitam, διέρχομοι τὸν βίον, Ἡρόδ. 3. 40, Εὐρ. Ἑλ. 10· τὴν νύκτα ὁ αὐτ. Ρήσ. 600 καὶ ἀπολ., ἄπαις διοίσει αὐτόθι 982· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζῶ, διατελῶ, ὑγιηροὶ τἆλλα διαφέρονται Ἱππ. Ἄρθρ. 823· σοῦ διοίσεται μόνος, θὰ διέλθῃ τὸν βίον του χωρὶς σοῦ, Σοφ. Αἴ. 511· σκοπούμενος διοίσει Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Bast. ἀντὶ διέσῃ). 3) φέρω διὰ μέσου, φέρω μέχρι τέλους, σκῆπτρα Εὐρ. Ι. Α. 1195· γαστρὸς ὄγκον δ., ἐπὶ γυναικός, ὁ αὐτ. Ἴωνι 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· ἐντεῦθεν, 4) φέρω μέχρι τέλους, ὑποφέρω, βαστάζω, ἀντέχω, φέρω εἰς πέρας, πόλεμον Ἡρόδ. 1. 25, Θουκ. 1. 11· ἀλλ’ ὡσαύτως, φέρω τὸ φορτίον ἢ βάρος τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 54· - ὑπομένω, ὑποστηρίζω, ὑποβαστάζω, Λατ. perferre, μετ’ ἐπιρρ., ὡς τὸ Λατ. facillime ἢ graviter ferre, ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμὸν Σοφ. Ο. Τ. 321· οὕτω, δ. πότμον δάκρυσι Εὐρ. Ἱππ. 1143. ΙΙ. φέρω, μεταφέρω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Ἀριστοφ. Λυσ. 570, κτλ.· πάλλω διαφοροτρόπως, ὅπλισμα… διαφέρων ἐσφενδόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 715· δ. τὰς κόρας, περιστρέφω τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1087, Ὀρ. 1262. - Παθ., φέρομαι, μεταφέρομαι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζομαι, ἀντίθ. τῷ συμφέρεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 242D, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5· διαρρίπτομαι, περιρριπτάζομαι, Λατ. jactari, Στράβ. 144. 2) δ. τινά, ἐξαπλώνω, διαδίδω τὴν φήμην του εἰς τὸν κόσμον, Πίνδ. ΙΙ. 11. 91· εἰς ἅπαντας τὴν μνήμην αὐτοῦ δ. Δημ. 1415. 12· οὕτως ἐν τῷ παθ., φήμη διαφέρεται Πλούτ. 2. 163C. 3) σχίζω εἰς δύο, Λατ. differre, Αἰσχύλ. Χο. 68 (κατὰ τὸν Σχολ.), Εὐρ. Βακχ. 754, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 4, ἐν τῷ παθ.· - μεταφ., ἀποσχολῶ, περισπῶ, τὴν ψυχὴν φροντίσιν Πλούτ. 2. 133D· πρβλ. διαφορέω. 4) δ. τὴν ψῆφον, δίδω τὴν ψῆφόν μου διαφόρως, δηλ. ἐναντίον ἑτέρου, Ἡρόδ. 4. 138, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς, ἕκαστος δίδει τὴν ψῆφόν του, Εὐρ. Ὀρ. 46, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Συμπ. 5, 8. 5) ἐράνους διαφέρειν = διαλύεσθαι, ἀποτίνειν, πληρώνειν, Λυκοῦργ. 150. 38· πρβλ. ἔρανος. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω διαφοράν, εἶμαι ἀνόμοιος, φυᾷ δ. Πίνδ. Ν. 7. 79· ἆρ’ οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; ἀρά γε οἱ γονεῖς κάμνουν τινὰ νὰ διαφέρῃ (ἡ καταγωγὴ δηλ.) ἢ ἡ ἀνατροφή; Εὐρ. Ἑκ. 599· μετὰ γεν., εἶμαι διάφορος ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ὀρ. 251, Θουκ. 5. 86, κτλ.· μετ’ αἰτ., οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν Ἀριστοτ. Νεφ. 503· τὸ δ’… ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ’ ὅτε τοῦ κόπτειν διαφέρει Δημ. 562. 18· δ. τὰς μορφὰς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 3· δ. εἴς τι, ἔν τινι Ξεν. Ἱέρ. 1, 2 καὶ 7· κατά τι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 1· πρός τι αὐτόθι 2. 13, 10, κτλ.· τίνι δ. τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν… θεωρείσθω ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 8, 10· μετ’ ἀπαρ., μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι δ. Λουκ. Ἀλεξ. 15· μετὰ τοῦ ἄρθρου, ψῆφοι τρεῖς διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι, τρεῖς ψῆφοι ἔκαμαν τὴν διαφορὰν ὡς πρὸς τὴν θανατικὴν ποινήν· δηλ. ὑπῆρχε μόνον τριῶν ψήφων πλειονοψηφία ἐναντίον αὐτῆς, Δημ. 676. 10. 2) ἀπροσ., διαφέρει, ὑπάρχει διαφορά, πλεῖστον δ., Λατ. multum interest Ἱππ. Ἀφ. 1253· βραχὺ δ. τοῖς θανοῦσιν, εἰ…, Εὐρ. Τρῳ. 1248, κτλ.· οὐδὲν διαφέρει, οὐ διαφέρει, δὲν ὑπάρχει διαφορά, Λατ. nihil refert, Πλάτ. Πρωτ. 329D, Φαίδωνι 89C, κτλ. σμικρὸν οἴει διαφέρειν; ὁ αὐτ. Πολ. 467C· - μετὰ δοτ. προσ., διαφέρει μοι, ἔχω διαφέρον, «μὲ μέλει», Ἀντιφῶν 130. 46, Πλάτ. Πρωτ. 316Β, κτλ.· αὐτῷ ἰδίᾳ τι δ., ἔχει ἰδιαίτερόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 42· εἰ ὑμῖν μή τι δ. Πλάτ. Λάχ. 187D· τί δέ σοι δ. εἴτε…, εἴτε μή; ὁ αὐτ. Πολ. 349Α. πρβλ. Γοργ. 497Β, κτλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδὲ τὶ οἱ διέφερεν ἀποθανέειν Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Ἀντιφῶντα 130 ἐν τέλ., κτλ. 3) τὸ δ., ἡ διαφορά, τὸ ὑπόλοιπον, Πλάτ. Νόμ. 723C· = τὸ ξυμφέρον, Ἀντιφ. Ἀνασωζ. 1· οὕτω, τὰ διαφέροντα Θουκ. 6. 92, Λυσ. 187. 13, Ἰσαῖ. 47, 35· ἐπιστάμενος τὰ διαφ. παραβαίνειν τολμᾷ Ἀνδοκ. 31. 33· - ἀλλὰ τὰ δ. ὡσαύτως ἁπλῶς, σημεῖα διαφορᾶς κατὰ τὸν χαρακτῆρα, κτλ. Θουκ. 1. 70, κτλ. 4) εἶμαι διάφορός τινος· καθόλου ἐπὶ τῆς ἐννοίας ὑπεροχῆς, ὑπερέχω, ὑπερβαίων τινά, τινὸς Θουκ. 3. 39· τινί, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 2. 39, Ἄλεξ. Γαλ. 1. 6· ἔν τινι Ἰσοκρ. 34Ε· εἴς τι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· κατά τι Ξεν. Λακ. 1, 10· πρός τι Αἰσχίν. 25. 42· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὸς προβιβάσαι (ὃ ἐ. τῷ προβιβάσαι) Πλάτ. Πρωτ. 328Α· ἐνίοτε ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἤ, ὡς συγκριτικόν, πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ…, ἦτο πολὺ καλλίτερον, παρὰ…, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 33, πρβλ. Ἀπομν. 3. 11, 14, Πόρ. 4, 25 (ἔνθα σημαίνει διαφέρω ἐπὶ τὸ ἔλασσον)· ὡσαύτως, δ. παρά τινι Πολύβ. 10. 27, 5· - ἀπολ., ἐξέχω, ὑπερέχω, ἐπί τινι Ἰσοκρ. 210C. 5) ὑπερισχύω, ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε Θουκ. 3. 83. 6) ἐρίζω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι, Τηλεκλείδ. Ἡσ. 7. 7) ἔρχομαι μεταξύ, παρεμβαίνω, ὁ διαφέρων χρόνος Ἀντιφῶν 140. 35. 8) ἀνήκω εἴς τινα, τινί, οἷον περιουσία, Φίλων 1. 207. IV. ἐν τῷ μέσ., ἔχω διαφοράν, διένεξιν πρός τινα, Ἄμφις Σαπφ. 1· περί τινος Ἡρόδ. 1. 173, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Β· δ. τινὶ Ἀντιφῶν 134. 22, Πλάτ., κτλ.· τινὶ περί τινος Θουκ. 5. 31· πρός τινα Λυσ. 150, ἐν τέλ.· διά τι ὁ αὐτ. 117. 38· ὡσαύτως, διαφέρεσθαι γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 220· δ. ὡς…, ἐκ τοῦ ἐναντίου ἰσχυρίζομαι ὅτι…, Δημ. 1296. 24· οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, ὁ αὐτ. 112, ἐν τέλ. - Ἡ λέξις εἶναι ὅλως τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων.
English (Slater)
διαφέρω
a carry abroad (sc. the fame of) (χάριν) ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.60)
b differ φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ ἄλλοι (N. 7.54)
English (Strong)
from διά and φέρω; to bear through, i.e. (literally) transport; usually to bear apart, i.e. (objectively) to toss about (figuratively, report); subjectively, to "differ", or (by implication) surpass: be better, carry, differ from, drive up and down, be (more) excellent, make matter, publish, be of more value.
English (Thayer)
2nd aorist διηνεγκον (but the subjunctive 3rd person singular διενέγκῃ (διήνεγκα; cf Veitch, under the word φέρω, at the end); passive (present διαφέρομαι); imperfect διεφερομην; (from Homer (h. Merc. 255), Pindar down);
1. to bear or carry through any place: σκεῦος διά τοῦ ἱεροῦ, to carry different ways, i. e., a. transitive, to carry in different directions, to different places: thus, persons are said διαφέρεσθαι, who are carried hither and thither in a ship, driven to and fro, Strabo 3,2, 7, p. 144; σκάφος ὑπ' ἐναντίων πνευμάτων διαφερόμενον, Philo, migr. Abr. § 27; Lucian, Hermot. 28; often in Plutarch) metaphorically, to spread abroad: διεφέρετο ὁ λόγος τοῦ κυρίου δἰ ὅλης τῆς χώρας, ἀγγελιας, Lucian, dial. deor. 24,1; φήμη διαφέρεται, Plutarch, mor., p. 163d.).
b. intransitive (like the Latin differo) to differ: δοκιμάζειν τά διαφέροντα, to test, prove, the things that differ, i. e. to distinguish between good and evil, lawful and unlawful, διάκρισις καλοῦ τέ καί κακοῦ, Romans, p. 111edition 5.; Theophilus of Antioch ad Autol., p. 6, Otto edition δοκιμάζοντες τά διαφέροντα, ἤτοι φῶς, ἤ σκότος, ἤ λευκόν, ἤ μέλαν κτλ.); (others, adopting a secondary sense of each verb in the above passages, translate (cf. A. V.) to approve the things that excel; see Meyer (yet, cf. Weiss edition) on Romans, the passage cited; Ellicott on Philippians, the passage cited). διαφέρω τίνος, to differ from one, i. e. to excel, surpass one: τίνος ἐν τίνι, τίνος οὐδέν, διαφέρει, it makes a difference, it matters, is of importance: οὐδέν μοι διαφέρει, it matters nothing to me, Plato, Prot., p. 316b. ἡμῖν οὐδέν διαφέρει, p. 358e.; de rep. 1, p. 340c.; Demosthenes 124,3 (in Philippians 3,50); Polybius 3,21, 9; Aelian v. h. 1,25; others; (cf. Lob. ad Phryn., p. 394; Wetstein (1752) on Galatians, the passage cited)).
Greek Monolingual
(ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ)
1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν»)
2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῦν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.)
3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ κατὰ μέγεθος καὶ κατ' ἰσχύν», Ξεν. Λακεδαιμονίων Πολιτεία)
4. απρόσ. α) υπάρχει διαφορά («σμικρὸν οἴει διαφέρειν;», Πλάτ. Πολιτ.)
β) συνεκδ. έχει σημασία, σπουδαιότητα («πλεῖστον διαφέρει», Ιπποκρ. Περί Ἀφόρων)
αρχ.-μσν.
α) ανήκω σε κάποιον (για περιουσία) («οὐδείς... δύναται βλεπῆσαι τὴν διαφέρουσαν προῑκα τῶν ἐμῶν παιδίων ἄλλος παρ' ἐμοῦ», Ελληνικοί Νόμοι της Κύπρου)
β) μτφ. είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, ανήκω
γ) (μτχ.) (για πρόσωπα) α) συγγενής (Αποφθέγματα Πατέρων)
β) οπαδός
μσν.
1. αναφέρομαι σε κάτι, σχετίζομαι («διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῦτο», Χρονικό του Μωρέως)
2. εξαρτώμαι από κάποιον («ἂς ἔλθη τὸ ἀξίωμά μου... νὰ εἴπω ψαλμικῶς, μάλιστα ἂν διαφέρη ἀπὸ τὸ χέρι σου τίποτας», Ευγενίου Ιωαννουλίου Αιτωλού, Επιστολαί
3. μέσ. είμαι κερδισμένος («ἐμὲν τὸ πνεῡμ' ἂν ἐρωτᾱ πότε χαρὰ διαφέρεται», Κυπριακά ερωτικά ποιήματα)
αρχ.
1. διαβιβάζω, μεταβιβάζω απέναντι, από τη μια πλευρά στην άλλη («διαφέρω ναῦς τὸν Ισθμόν», Θουκ.)
2. (για χρόνο) α) περνώ τη ζωή («διαφέρειν τὸν αἰώνα ἐναλλὰξ πρήσσων», Ηρ.)
β) ζω, συνεχίζω να ζω (ἄπαις διοίσει κοὐ τεκὼν θάψει τέκνα», Ευρ. Ρήσ.)
3. φέρω στο μέσο, μέχρι τέλους
4. φέρω σε αίσιο τέλος («ἄνευ ληστείας καὶ γεωργίας συνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον», Θουκ.)
5. (με επίρρ.) υποφέρω, βαστάζω, αντέχω, ανέχομαι («ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμόν», Σοφ. Οιδ. Τύρ.)
6. (για αρρώστια) διαρκώ, βαστάω
7. (για αρρώστους) αντέχω, κρατώ («διαφέρει φθειρόμενος», Ιπποκρ. Περί τών εντός παθών)
8. (για γυναίκα) εγκυμονώ («γαστρὸς διήνεγκ' ὄγκον», Ευρ. Ίων)
9. μεταφέρω σε διάφορες κατευθύνσεις («διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῖ, τὸ δ' ἐκεῖσε», Αριστοφ. Λυσ.)
10. παθ. φέρομαι σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, διασπώμαι
11. σχίζω στα δύο, ξεσχίζω, διασπώ («πολέμιοι ἐπεισπεσοῦσαι παντ' ἄνω τε καὶ κάτω διέφερον», Ευρ. Βακχ.)
12. (για κρίση) αναβάλλω, επιφυλάσσω («διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον πασαρκέτας νόσου βρύειν», Αισχ. Χοηφ.)
13. λεηλατώ («τὰς μνέας ὅκως σέο μὴ γαλαῖ διοίσουσι», Ηρωίδας)
14. υπερισχύω, υπερέχω, επικρατώ, κυριαρχώ («ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε», Θουκ.)
15. φιλονικώ, αγωνίζομαι, μάχομαι (Τηλεκλείδης)
15. παρεμβαίνω («ὁ διαφέρων χρόνος», Αντιφών)
17. (μέσ. και παθ.) έχω διαφορά, διένεξη με κάποιον, διαφωνώ («διενειχθέντων δὲ... περὶ τῆς βασιληΐης», Ηρόδ.)
17. περιστρέφω («ὅπλισμα λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα», Ευρ. Ικέτιδες)
19. μέσ. αρνούμαι («μηδὲν διαφέρει», Σωζόμενος, Εκκλ. Ιστ.)
20. φρ. α) «διαφέρω τινά» — διαδίδω τη φήμη κάποιου, διαφημίζω
β) «διαφέρω τὴν ψήφον» — δίνω την ψήφο μου, δίνω την ψήφο μου εναντίον άλλου
γ) «εράνους διαφέρειν» — πληρώνω
δ) «οὐδὲν διαφέρει» — είναι αδιάφορο
ε) «γλῶσσαν διοίσει» — θα βάλει σε κίνηση τη γλώσσα του, θα μιλήσει
στ) «διαφέρειν σκήπτρα» — βασιλεύω, κυβερνώ
ζ) «διαφέρω ὡς...» υποστηρίζω απεναντίας ότι...
η) «οὐ διαφέρομαι» — δεν με ενδιαφέρει
21. (το ουδ. της μτχ. εν. ως ουσ.) το διαφέρον
η διαφορά, το υπόλοιπο
22. (η μτχ. μέσ. εν. ως ουσ.)
οι διαφερόμενοι
οι αντίδικοι.
Greek Monotonic
διαφέρω: μέλ. -οίσω και -οίσομαι, αόρ. αʹ. -ήνεγκα, Ιων. -ήνεικα, αόρ. βʹ. -ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα·
I. 1. μεταφέρω από πάνω ή απέναντι, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμόν, σε Θουκ.· μεταφέρω, μεταδίδω, μεταβιβάζω από τον ένα στον άλλο, κηρύγματα, σε Ευρ.· μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θα θέσει τη γλώσσα του σε κίνηση, θα μιλήσει, σε Σοφ.
2. λέγεται για χρόνο, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, περνώ, διέρχομαι τη ζωή, σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., ἄπαις διοίσει, στον ίδ. — στη Μέσ., διοίσεται, θα περάσει, θα ζήσει τη ζωή του, σε Σοφ.· σκοπούμενος διοίσει, σε Ξεν.
3. φέρω διαμέσου, φέρω ως το τέλος, σκῆπτρα, σε Ευρ. κ.λπ.
4. αντέχω ως το τέλος, βαστώ, υποφέρω, αντέχω, φέρνω εις πέρας, πόλεμον, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. 1. μεταφέρω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω ή αναζητώ, ψάχνω.
2. διαδίδω, εξαπλώνω ολόγυρα, σε Δημ.
3. σχίζω στα δυο, τεμαχίζω, Λατ. differre, σε Αισχύλ., Ευρ.
4. δ. τὴν ψῆφον, προσδίδω διαφορετική σημασία στη ψήφο μου, δηλ. την καταμετρώ εναντίον του άλλου, σε Ηρόδ.· επίσης απλά, ο καθένας δίνει τη ψήφο του, σε Ευρ., Θουκ.
III. 1. αμτβ., διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος, σε Πίνδ., Ευρ.· με γεν., είμαι διαφορετικός από, στον ίδ., σε Αριστοφ.
2. απρόσ., διαφέρει, διαφέρει, έχει, παρουσιάζει διαφορά, πλεῖστον δ., Λατ. multum interest, βραχὺ δ., διαφέρει λίγο, σε Ευρ.· οὐδέν διαφέρει, σε Πλάτ.· με δοτ. προσ., διαφέρει μοι, κάνει τη διαφορά για μένα, με ενδιαφέρει, στον ίδ.· αὐτῷ ἰδίᾳ τι δ., διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό συμφέρον, σε Θουκ.
3. τὸ δ., τὰ διαφέροντα, διαφορά, πιθανότητες, στον ίδ. κ.λπ.· αλλά τὰ δ. επίσης απλώς, σημεία, χαρακτηριστικά της διαφοράς, στον ίδ.
4. είμαι διαφορετικός από κάποιον, δηλ. τον ξεπερνώ, υπερέχω αυτού· με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· με συγκρ. σημασία, διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ..., ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί τον εαυτό του από..., σε Ξεν.
5. επικρατώ, κυριαρχώ, υπερισχύω, λέγεται για πεποίθηση, αντίληψη, σε Θουκ.
IV. Παθ., διαφέρω, βρίσκομαι σε διαφορά, συγκρούομαι, περίτινος, σε Ηρόδ.· τινὶ περί τινος, σε Θουκ.· οὐ διαφέρομαι = οὔ μοι διαφέρει, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -οίσω fut. -οίσομαι aor1 -ήνεγκα ionic -ήνεικα aor2 -ήνεγκον perf. -ενήνοχα
I. to carry over or across, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμόν Thuc.: to carry from one to another, κηρύγματα Eur.:—metaph., γλῶσσαν διοίσει will put the tongue in motion, will speak, Soph.
2. of time, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον to go through life, Hdt., Eur.; absol., ἄπαις διοίσει Eur.: —in Mid., διοίσεται will pass his life, Soph.; σκοπούμενος διοίσει Xen.
3. to bear through, bear to the end, σκῆπτρα Eur., etc.
4. to bear to the end, go through with, πόλεμον Hdt., Thuc.:— to endure, support, sustain, Lat. perferre, Soph., Eur.
II. to carry different ways, to toss or cast about, Eur.
2. to spread abroad, Dem.
3. to tear asunder, Lat. differre, Aesch., Eur.
4. δ. τὴν ψῆφον to give one's vote a different way, i. e. against another, Hdt.: also simply, to give each man his vote, Eur., Thuc.
III. intr. to differ, make a difference, Pind., Eur.: c. gen. to be different from, Eur., Ar.
2. impers. διαφέρει, it makes a difference, πλεῖστον δ., Lat. multum interest, βραχὺ δ. it makes little difference, Eur.; οὐδὲν διαφέρει Plat.;—c. dat. pers., διαφέρει μοι it makes a difference to me, Plat.; αὐτῷ ἰδίᾳ τι δ. he has some private interest at stake, Thuc.
3. τὸ δ., τὰ διαφέροντα, the difference, the odds, Thuc., etc.; but τὰ δ. also simply points of difference, Thuc.
4. to be different from a man, i. e. to surpass, excel him, c. gen., Thuc., Plat.:—in a compar. sense, διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ… it was better to defend oneself than…, Xen.
5. to prevail, of a belief, Thuc.
IV. Pass. to differ, be at variance, περί τινος Hdt.; τινὶ περί τινος Thuc.: οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, Dem.
Chinese
原文音譯:diafšrw 笛阿-費羅
詞類次數:動詞(13)
原文字根:經過-攜帶 相當於: (שְׁנָה)
字義溯源:帶過去,攜帶,拿,傳,傳開,比⋯貴重,差別,分別,美好,飄來飄去;由(διά)*=通過)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。這字本意是:拿,攜帶,但在福音書裏五次用作:貴重;在神的眼中,人的生命是比飛鳥,麻雀,羊,貴重得多( 太6:26; 10:31; 12:12; 路12:7,24)
出現次數:總共(13);太(3);可(1);路(2);徒(2);羅(1);林前(1);加(2);腓(1)
譯字彙編:
1) 貴重(2) 太6:26; 太12:12;
2) 分別(1) 加4:1;
3) 美好的事(1) 腓1:10;
4) 你們比⋯還貴重(1) 路12:7;
5) 是⋯貴重呢(1) 路12:24;
6) 差別(1) 加2:6;
7) 美好(1) 羅2:18;
8) 還貴重(1) 太10:31;
9) 拿著(1) 可11:16;
10) 傳(1) 徒13:49;
11) 飄來飄去(1) 徒27:27;
12) 也有分別(1) 林前15:41
English (Woodhouse)
differ, distribute, matter, surpass, swing, be current, be important, be in fashion, be in vogue, be of consequence, be of importance, be of moment, be of value, be rife, be vital, bear to the end, blow about, carry about, cast about, differ from, endure to the end, go beyond, live one's life to the end, pass time, pass, rend in pieces, roll the eyes, suffer to the end, swing round, tear asunder, tear in pieces
Lexicon Thucydideum
transportare, to transport, carry over, 8.8.3, [PASS. Ibid. olim legebatur, there formerly was read πρὸς... τὰς ὕστερον διαφερομένας, ubi nunc where now ἐπιδιαφ.]
in diversum ferre, to distort, misrepresent, 4.74.3,
perferre, tolerare, to endure, bear, 1.11.2, 6.54.5, 8.75.2,
intrans. intransitive differre, diversum esse, to differ, be different, 1.70.1, 1.84.4, 2.39.1, 3.39.5, [nonnulli codd. several manuscripts διαφερόντως] 5.86.1, 5.102.1,
praestare, to perform, accomplish, 3.83.1,
interesse, to be present at, take part in, 3.42.2, 3.42.2
quod interest, commoda, advantage, benefit, 1.70.1, 2.43.5, 6.92.5,
PASS. dissidere, inimicitias exercere, to be at odds, show hostility, 1.18.3, 1.100.2, 4.19.4, [i. e. that is μετρίως]. 4.58.1. 4.125.1. 5.31.1, 5.41.2, 8.90.1.
Translations
endure
Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا