Διθυραμβογενής

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. διθύραμβος 11.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.

Greek Monotonic

Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.