Διθυραμβογενής

English (LSJ)

son of the dithyramb, Bacchus-born, born of Dithyramb; v. διθύραμβος ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.

Greek Monotonic

Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.