[Seite 663] τό, ion. u. poet. = δοχεῖον; μέλανος σταθεροῖο, Tintenfaß, Paul. Sil. 52 (VI, 66).
ion. c. δοχεῖον.
δοχήϊον: τό, Ιων. αντί δοχεῖον, αυτό που συγκρατεί κάτι, αγγείο, μέλανος δ., σε Ανθ.