δοχήϊον

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 663] τό, ion. u. poet. = δοχεῖον; μέλανος σταθεροῖο, Tintenfaß, Paul. Sil. 52 (VI, 66).

French (Bailly abrégé)

ion. c. δοχεῖον.

Greek Monotonic

δοχήϊον: τό, Ιων. αντί δοχεῖον, αυτό που συγκρατεί κάτι, αγγείο, μέλανος δ., σε Ανθ.